Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελευθερία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανελευθερία η [anelefθería] Ο25 : η ιδιότητα του ανελεύθερου, η έλλειψη φιλελεύθερου χαρακτήρα ή φρονήματος: Kαθεστώς ανελευθερίας.

[λόγ. < αρχ. ἀνελευθερία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανελευθερία [anelefθería] η, (L)
  • absence of liberal conviction, illiberality of mind, servility (syn δουλικότητα, ant φιλελεύθερο φρόνημα):
    • ο άνθρωπος ακριβώς είναι η κινούμενη ελευθερία, είναι μία "γένεσις εις ουσίαν", δηλαδή κίνηση από την ~ προς την ελευθερία (Theodorakop) |
    • όποιος ανέχεται ~ γύρω του δεν είναι ελεύθερος, και ας μην τον αγγίζει τον ίδιο άμεσα η δουλεία (Tsatsos) |
    • η πολιτεία κατοχυρώνει την ελευθερία της καθαρής τέχνης και κατοχυρώνεται απέναντι της ανελευθερίας της προπαγανδιστικής τέχνης (id.) |
    • το να σε δένει ο ποιητής στη σκέψη του δεν είναι ~, αν σε οδηγεί σε κόσμους που μόνος σου δεν μπορούσες να κατακτήσεις (id.) |
    • το άτομο και το κοινωνικό σύνολο με μια διαδικασία συνειδητοποιούν αρχικά και καταπολεμούν ύστερα την αλλοτρίωση, την ανισότητα και την ~, που αποτελούν τις υπάρχουσες πραγματικές καταστάσεις (SNestor) |
    • η κοινωνία υπήρξε όχι μόνο κιβωτός ελευθερίας .. αλλά και άντρο ανελευθερίας (Despotop) |
    • μια ελληνική φιλοσοφική σχολή φυλάγεται από την αχαλινωσία του νεωτερισμού και την ~ της ξενοδουλείας (Theodorakop) |
    • ένα πυκνό σύννεφο δογματισμού και ανελευθερίας απλώνεται σιγά σιγά και απειλεί να σκεπάσει πάλι τον κόσμο (Papanoutsos)

[fr AG ἀνελευθερία, der of AG ἀνελεύθερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες