Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανδρικός, επίθ.· αντρικός.
  • 1) Που αναφέρεται σε άνδρα:
    • ου δύναται πλέον βαστάξαι την στέρησιν την ανδρικήν (Eλλην. νόμ. 53014).
  • 2)
    • α) (Προκ. για άνδρα) γενναίος, ανδρείος:
      • άνδρα σε ανδρικότατον και τους πάντας νικούντα (Διγ. Z 2884
    • β) (προκ. για γέρο) θαλερός:
      • (Διγ. Z 3241
    • γ) (προκ. για πόλη) γενναίος:
      • (Bίος Aλ. 2762
    • δ) (προκ. για ζώο) ισχυρός, δυνατός:
      • (Bίος Aλ. 2150).

[αρχ. επίθ. ανδρικός. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρικός, -ή, -ό [an∂rikós] (common & lit αντρικός)
  • ① of a man, man's, male:
    • το ανδρικό φύλο |
    • anat ανδρικό μόριο |
    • ανδρικό όνομα |
    • ανδρική χορωδία male choir |
    • ανδρικά ρούχα or φορέματα men's clothing (syn ανδρικά) |
    • αντρική στολή |
    • ανδρικά παπούτσια |
    • ανδρικά αποδυτήρια men's locker rooms |
    • χτενισιά αντρική |
    • ανδρική φιγούρα |
    • ήμουν ώριμος να μπω στην αντρική ηλικία (Kazantz) |
    • λιγότερο επιτυχείς ήταν οι ανδρικοί ρόλοι του έργου (Xenop)
  • ⓐ manly, virile:
    • αντρική αλκή |
    • ανδρικό περπάτημα |
    • πιεζόταν η ψυχή τους από έναν προορισμό απόλυτα ανδρικό (Kovvatzis) |
    • poem το σφυρί σαν το άγαλμα της αντρικής γροθιάς (Ritsos)
  • ⓑ fit for a man, manly:
    • ανδρική τιμή, φιλοτιμία, ψυχραιμία |
    • ανδρική στάση |
    • ανδρικό φέρσιμο |
    • το κηρύσσουν με ανδρική παρρησία (Skliros)
  • ② brave, valiant, courageous (syn ανδρείος, γενναίος):
    • ανδρική συμπεριφορά |
    • είναι ικανός και για τις πιο ανδρικές πράξεις (Chatzinis) |
    • θα ήταν ανδρικότερο να μιλήσει (Athanasiadis-N) |
    • δεν ήταν ανδρικό εμείς να το κάνουμε αυτό (Tsirkas) |
    • poem το γιγάντιο σφυρηλάτημα, ανδρικό, γαλήνιο, ρυθμικό, μεγάλο (Sikel)

[fr K, AG ἀνδρικός ← ἀνδρ- (ἀνήρ, ἀνδρός) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες