Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρείος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
ανδρείος, επίθ.· ανδραίος· άνδρειος.
  • Γενναίος, θαρραλέος:
    • άνθρωπος … ισχυρός και ανδρείας ψυχής (Συναδ. φ. 87v
    • ουκ οίδα πλέον φρόνιμους, πλέον άνδρειους (Πόλ. Tρωάδ. 2914).
  • Ως ουσ. = γενναίος στρατιώτης, «παλληκάρι»:
    • διαλεκτούς με έδωσαν, ανδρείους τρισχιλίους (Διγ. Α 523).

[αρχ. επίθ. ανδρείος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδρείος -α -ο [anδríos] & αντρείος -α -ο [andríos] Ε4 : που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· γενναίος: ~ πολεμιστής. Aνδρεία ψυχή. || που δείχνει ή που απαιτεί ανδρεία: Aνδρεία απόφαση / στάση.

[αντρ-: αρχ. ἀνδρεῖος (προφ. [nd] )· ανδρ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρείος1 [an∂ríos] ο,
  • brave man, courageous person (syn ο αντρειωμένος, ο γενναίος, παλληκάρι) usu pl ανδρείοι οι,:
    • ο ευσεβής, ο δίκαιος, ο ~ είναι "σοφοί", κάτοχοι μιας έγκυρης και τέλειας γνώσης, "επιστήμης" (Papanoutsos) |
    • poem πες μου, ανδρείε, τι μελετούνε | οι γενναίοι σου στοχασμοί | ..; (Solom) |
    • κ' ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς | που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής (Kavafis)

[substantiv. m of adj ανδρείος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρείος2, -α, -ο [an∂ríos] (L)
  • brave, valiant, courageous (syn ανδρειωμένος, γενναίος, ant άνανδρος, δειλός):
    • ~ αξιωματικός |
    • ανδρείοι υπερασπιστές |
    • ο Aίαντας ο ~ |
    • άνθρωπος δίκαιος και ~ |
    • μόνον όποιος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο χωρίς να τον πολυσκέπτεται είναι πραγματικά ~ (Athanasiadis-N) |
    • poem ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς (Kavafis)

[fr kath ανδρείος ← MG ← K, AG ἀνδρεῖος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανδρειοσύνη η· αντρειοσύνη.
  • Γενναιότητα, ανδρεία:
    • να δείξει … αντρειοσύνη (Eρωτόκρ. B´ 1227).

[<επίθ. ανδρείος + κατάλ. σύνη. O τ. και η λ. (Βλάχ., δρι‑) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρειοσύνη [an∂riosíni] η, (L)
  • bravery, courage, courageousness:
    • σωστή ~ (Theodorakop) |
    • τραγουδάνε την αγάπη, τον πόνο, τον πόθο για τη λευτεριά, την ~, τη φύση κλ (Varelas)

[fr MG ανδρειοσύνη (αντρειοσύνη in Pentat., Erotokr.), der of ανδρείος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες