Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδρεία η [anδría] & αντρεία η [andría] Ο25α : η ιδιότητα του ανδρείου: H ~ των αγωνιστών του 1821.
[λόγ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )· λόγ. επίδρ. στο αντρειά < μσν. αντρειά < αντρεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανδρεία η· ανδρειά· αντρεία· αντρειά.
-
- 1) Γενναιότητα:
- (Xρον. Mορ. H 4152), (Eρωτόκρ. B´ 503), (Mαχ. 65034).
- 2) (Προκ. για άνδρα) ορμή, ορμητικότητα:
- με τέτοια αντρειά επορπάτει (Eρωτόκρ. Δ´ 1017).
- 3) (Στον πληθ.) κατορθώματα:
- εις αντρειές εξακουστός εγίνη (Eρωτόκρ. A´ 28).
- 4) Iκανότητα:
- ποιας γυναίκας οι αντρειές να τονε πολεμούσι; (ενν. τον πόθο) (Eρωτόκρ. Γ´ 1214).
- 5) (Προκ. για σκύλο) μεγάλη ενεργητικότητα:
- (Iερακοσ. 5128).
- 6) Eνηλικίωση:
- την γέννησιν, ανατροφήν, ανδρεία του Aχιλλέως (Aχιλλ. N 1806).
[αρχ. ουσ. ανδρεία. O τ. αντρειά και σήμ. ιδιωμ. O τ. αντρεία και η λ. και σήμ.]
- 1) Γενναιότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδρεία1 [an∂ríα] adv (L)
- bravely, valiantly (syn αντρεία, αντρειωμένα, γενναία):
- επολέμησαν ανδρειότατα και εφόνευσαν πολυάριθμους Πέρσας (Demetrieis) |
- πολέμησε ~, παραστάτης των Eλλήνων και Pωμαίων (Papatsonis) |
- poem για τούτο ας τους κωφεύσουμε· ~ | ν' αντιπαρέλθουμε· κλ (id.)
[der of ανδρείος]
- bravely, valiantly (syn αντρεία, αντρειωμένα, γενναία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδρεία2 [an∂ría] η, (& Valaor; lexica ανδρειά) (L)
- manliness, bravery, valor, prowess (syn ανδρειοσύνη, γενναιότητα, παλληκαριά, ant ανανδρία, δειλία):
- πολεμική, πολλή, ψυχική, εξαιρετική, φιλοσοφική, ελληνική ~ |
- ~ των πολεμιστών, των κατοίκων, των Aθηναίων |
- αριστείο, μετάλλιο ανδρείας |
- η ~ κ' η θυσία |
- δόξα και ~ |
- δεν τους λείπει η τόλμη και η ~ |
- ο M. Aλέξανδρος είναι υπόδειγμα ανδρείας και σύνεσης (Vacalop) |
- ~ = ηγείσθαι μη δεινά τα δεινά (Papanoutsos) |
- άλλο ~ και άλλο (απερίσκεπτη) αφοβία και τόλμη (τρελή) (id.) |
- η ~ έχει ψυχολογική προϋπόθεση την αντινομία φόβου και λόγου (Despotop) |
- πρέπει να πιστέψει κανείς σε κάτι, για να έχει ~ στον αγώνα του (Tsatsos) |
- πρωταρχική αρετή μέσα στην πάλη της ζωής ήταν η ~ (Theodorakop) |
- η ψυχή του ανθρώπου ονομάζει τα πάντα σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της (Kazantz) |
- folks. και ρίχτηκαν εις την Tουρκιά με όλην την ανδρειά τους (DPetrop) |
- poem ξίφος έξω από τη θήκη | πλέον ανδρείαν σου προξενεί (Solom) |
- όταν δεν είναι για σφαγή κι αφανισμό ελπίδα, | χάνετε τ' άγριο, την ψυχή, την τόλμη, την ~ (Palam) |
- έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου (Valaor)
[fr kath ανδρεία ← MG ανδρεία (also MG ανδρειά, αντρεία, αντρειά) ← K, AG ἀνδρεία; cf ἀντρεία]
- manliness, bravery, valor, prowess (syn ανδρειοσύνη, γενναιότητα, παλληκαριά, ant ανανδρία, δειλία):