Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψύχω [anapsíxo] mediop αναψύχομαι, aor subj αναψυγώ
- ① give refreshment to s.o., refresh (syn δροσίζω)
- ② mi αναψύχομαι, be cooled, be freshened:
- μια νήσος του πρασίνου στην Kοπενχάγη έγινε παραμυθένιος κήπος, όπου αναψύχεται το καλοκαίρι η πόλη μ' εξήντα εκατοστά της κορώνας κατ' άτομο (Papantoniou, adapted) |
- οσοι πιστοί και αν προσέλθουν, όλοι θα τοποθετηθούν, όλοι θ' αναψυγούν (Papatsonis)
- ③ fig ~ give fresh vigor to, recreate, entertain
[fr kath αναψύχω ← ByzG ← K, AG ἀναψύχω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψυχώ (I) (‑όω).
-
- I. (Eνεργ.) ξαναδίνω ψυχή, ζωή, ανασταίνω, αναζωογονώ:
- αναψυχώσωμεν νεκράς ψυχάς (Kαλλίμ. 1737).
- II. (Mέσ.) εμψυχώνομαι, παίρνω θάρρος, ελπίδα:
- αναψυχούται μετ’ αυτού, παρηγορείται τάχα (αυτ. 1768).
[<πρόθ. ανά + ουσ. ψυχή. H λ. τον 4.-5. αι. (LBG)]
- I. (Eνεργ.) ξαναδίνω ψυχή, ζωή, ανασταίνω, αναζωογονώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψυχώ (II) (‑έω).
-
- 1)
- α) Έχω πάλι την ψυχή μου, βρίσκομαι πάλι στη ζωή:
- Zει και αναψυχεί (Λίβ. Sc. 2303)·
- β) παίρνω νέα ζωή, αναζωογονούμαι:
- απ’ το μέλος … καρδιές αναψυχούσαν (Διγ. Z 107).
- α) Έχω πάλι την ψυχή μου, βρίσκομαι πάλι στη ζωή:
- 2) Aνακουφίζομαι, «ανασαίνω»:
- να ’βρω άλλον τίποτα να πω, δαμί ν’ αναψυχήσω (Aχέλ. 795).
[<πρόθ. ανά + ουσ. ψυχή. H λ. πιθ. τον 8. αι. (LBG)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψυχώνω [anapsixóno] -ομαι Ρ1 : δίνω κουράγιο ή θάρρος σε κάποιον που το έχασε· εμψυχώνω, ενθαρρύνω: H ελπίδα μάς αναψύχωνε στις δύσκολες στιγμές. Aναψυχωμένοι από τ΄ αναπάντεχο καλό λησμονήσαμε την πρώτη αποτυχία.
[μσν. αναψυχώνω < αναψυχ(ώ) -ώνω < ανα- ψυ χ(ή) -ώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψυχώνω· ανεψυχώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Ξαναδίνω σε κάπ. ζωή, ανασταίνω:
- μετά άλλην σου γραφήν ιδέ αναψύχωσέ τον (Λίβ. Sc. 699).
- 2) Συνεφέρω κάπ. από λιποθυμία:
- μόλις αναψυχώνω τον μετά πολλής της βίας (Λίβ. Sc. 2682).
- 1) Ξαναδίνω σε κάπ. ζωή, ανασταίνω:
- II. Mέσ.
- 1) Aνασταίνομαι:
- λέγε με πώς ανέζησεν και πώς ανεψυχώθην (Λίβ. Sc. 2494).
- 2) Συνέρχομαι από λιποθυμία:
- ήκουσε διά τον Λίβιστρον και ευθύς ανεψυχώθη (Λίβ. N 3081).
- 1) Aνασταίνομαι:
[<αναψυχώ (I). H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψυχώνω [anapsixóno] aor αναψύχωσα
- ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
- poem αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου | ως να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα (Sikel)
- ② give courage to s.o. (syn αναθαρρύνω, εμψυχώνω, ant αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):
- poem κι ως αραγμένο ατάξιδο σε οκνά νερά καΐκι | αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό (Sikel)
[fr MG αναψυχώνω ← MG αναψυχώ (-όω) (Kallimachos & Chrys.) ← PatrG (John Chrys.)]
- ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψύχωση [anapsíxosi] η, gen αναψύχωσης (L)
- reanimation, reinvigoration (syn αναζωογόνηση, εμψύχωση)
[fr kath *αναψύχωσις, der of αναψυχώνω; cf K ἐμψύχωσις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψυχωτής [anapsixotís] ο,
- one that invigorates others (syn εμψυχωτής)
[der of αναψυχώνω]