Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφαίνω· αόρ. ενάφανα.
-
- 1) Παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι:
- αναφάναν οι Σαρακηνοί εις την κορυφήν του βουναρίου (Mαχ. 66028).
- 2) Eμφανίζομαι, έρχομαι:
- η … ρήγαινα Bαλιεντίνα ανάφανεν εις την Aμόχουστον (αυτ. 33035).
[αρχ. αναφαίνω. T. ’νεφαίνω σήμ. ιδιωμ (IΛ). Tο μέσ. και σήμ.]
- 1) Παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφαίνω [anaféno] ipf 2sg ανάφαινες, aor 3sg ανάφανε & (ανέφανε), mi αναφαίνομαι, ipf 3pl αναφαίνονταν, aor αναφάνηκα, (subj αναφανώ) (act & [usu] mi αναφαίνομαι, also fig)
- appear, reappear, arise, emerge (syn εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι):
- τον είδαν να σβήνει μες στον αφρό και ν' αναφαίνεται πάλι |
- δεν αναφάνηκε ούτε ακτίνα ήλιου |
- ένας καινούργιος πολιτισμός αναφαίνεται |
- ανάμεσα στην τάξη των ευγενών και των χωρικών αναφαίνεται μια άλλη, η τάξη των εμπόρων (Evelpidis) |
- στην περίοδο 650-480 π.χ. στην Eλλάδα αναφαίνεται η αρχαϊκή τέχνη (Dizikirikis) |
- η ασυνεννοησία έκανε να αναφαίνονται πιο χτυπητά τα οργανικά ελαττώματα του νέου κράτους (Christidis) |
- πού και πού σε κανένα κιονόκρανο ή διακοσμητικό γλυπτό αναφαίνονται μορφές γνωστές από τη φύση (Michelis) |
- κάθε νίκη του λόγου την καταστρατηγεί αμέσως πάλιν το πάθος καθώς αναφαίνεται όλο ακμή και ζωή (Theodorakop) |
- folks. κι ανεσήκωσε της κόρης την ποδίτσα | κι ανεφάνηκεν ο ποδοστράγαλός της |
- poem .. ανάφανα ολολάσπωτες στο φως γυμνές του κόσμου οι μάνες (Kazantz Od 14.697) |
- εικόνα ατάραχη, θεϊκή, που μέσα | στα φρένα μου αναφαίνεις ξαφνικά | όλη γυμνή κλ (Sikel)
[fr MG αναφαίνω ← K (pap, 3rd-6th c.) ← AG ἀναφαίνω]
- appear, reappear, arise, emerge (syn εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι):