Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατείνω.
-
- Α´ (Mτβ.) (με εμπρόθ. προσδ.) σηκώνω το κεφάλι κάποιου:
- ανάτεινον δε αυτόν (ενν. τον ιέρακα) εκ της ρινός (Iερακοσ. 41823).
- Β´ (Aμτβ.) υψώνω το κεφάλι και κοιτάζω προς τα επάνω:
- ανέβλεψεν, ανέτεινεν, είδεν την νεραντζέαν (Kαλλίμ. 1752).
[αρχ. ανατείνω]
- Α´ (Mτβ.) (με εμπρόθ. προσδ.) σηκώνω το κεφάλι κάποιου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατείνω [anatíno] ipf 3sg ανέτεινε & ανάτεινε, mi ανατείνομαι, aor subj αναταθεί (L)
- ① lift up, raise up, stretch upward:
- ορθόκορμες και σκυθρωπές συστοιχίες (κυπαρισσιών) .. ανατείνουν το λυγερό τους κορμί (Panagiotop) |
- τα πρόπυλα του ναού της Ίσιδας .. μόλις ανάτειναν το βαρύ τους ανάστημα απάνου από τα νερά (id.)
- ⓐ mi stretch, rise, soar:
- ένα κομψότατο σύνολο, όπου το γοτθικό τόξο ανατείνεται γεμάτο χάρη και λυγεράδα (id.) |
- τα μέρη (του ναού) υπακούουν στου όλου τη διάθεση να αναταθεί ο ναός σε πείσμα του βάρους της ύλης (Michelis)
- ② lift up (of the soul), elevate, exalt:
- το κωμικό μάς διασκεδάζει, αλλά δεν εξαγνίζει ούτε ανατείνει την ψυχή μας (Papanoutsos) |
- η εσωτερική αυτή εικονογράφηση (των εκκλησιών) μαζί με τη ζεστασιά του περιβάλλοντος διδάσκουν, υποβάλλουν και ανατείνουν προς το υπερκόσμιο τις ψυχές των .. χριστιανών (Vacalop)
- ⓑ be elevated, be exalted:
- με την αισθητική συγκίνηση ανατείνεται και εξαγνίζεται ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου (Papanoutsos)
[fr MG ανατείνω ← K, PatrG, (pap, 4th c.) ἀνατείνω ← AG ἀνατείνω]
- ① lift up, raise up, stretch upward: