Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλασμός [anaplazmós] ο, (L)
- re-forming, renewal, remodeling:
- ανανέωση και αναζωπύρηση της ελληνικής σκέψης σε χωνευτήρια προοδευτικού αναπλασμού (NAthanasiadis) |
- ο ~ αυτός είναι σαν τη θάλασσα που σηκώνει διαρκώς καινούργια κύματα (Spandonidis)
[fr K, PatrG ἀναπλασμός, der of ἀναπλάσσω]
- re-forming, renewal, remodeling: