Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανέω
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ανανεώ ‑ώνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Tονώνω, ενισχύω:
      • ανανεοί (ενν. ο νους) τον πόθον (Eρμον. Ψ 22).
    • 2) (Προκ. να δοθεί υπόσχεση, όρκος) εκ νέου διακηρύττω, επαναλαμβάνω:
      • πίστεις ανανεούντες ειρηνικάς (Δούκ. 17130).
    • 3) Aντικαθιστώ κάπ. ή κ.·
      • (προκ. για μάρτυρες που κλητεύονται) καλώ εκ νέου ή καλώ νέους:
        • λαμβάνει η άλλη μερέα ημέραν να ανανεώσει τους μάρτυρας (Eλλην. νόμ. 5765).
  • Β´ (Aμτβ.) ανανεώνομαι, ενισχύομαι:
    • ο νους όσον γηρά ανανεώνει (Σοφιαν., Παιδαγ. 105).

[μτγν. ανανεόω. T. ιώνω σήμ. κυπρ. H λ. (ώνω) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεωμένος, -η, -ο [ananeoménos]
  • ① lit & fig renewed (near-syn ανακαινισμένος):
    • γύρισε από την εξοχή με ανανεωμένα τα κύτταρα και αλαφρωμένη την ψυχή |
    • ανανεωμένη έκδοση του λεξικού |
    • ανανεωμένη εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως renewed mandate to form a government
  • ② innovated (near-syn αναμορφωμένος):
    • μια ηθοποιός εντελώς ανανεωμένη |
    • ανανεωμένη παράδοση, επιστημονική παραγωγή |
    • επανατοποθέτηση του έργου με ανανεωμένα κριτήρια |
    • συγγραφείς που γνωρίζουν ανανεωμένη άνθηση |
    • εθνική ζωή ανανεωμένη, ελπιδοφόρα, γεμάτη από προμηνύματα και .. πραγματοποιήσεις μιας ελληνικής Aναγέννησης (Theotokas)
  • ⓐ refreshed, invigorated, restored (syn τονωμένος, αναζωογονημένος, δυναμωμένος):
    • γύρισε με ανανεωμένες δυνάμεις |
    • νοιώθει ~, φρέσκος φρέσκος |
    • βγαίναμε δροσισμένοι, χαρούμενοι, ανανεωμένοι στην ακτή (Petsalis)

[ppp of ανανεώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεωνόμενος, -η, -ο [ananeonómenos] (L)
  • being renewed:
    • ~ πολιτισμός |
    • ανανεωνόμενη συγκίνηση |
    • η ιδέα ανανεώνεται (και μόνο αδιάκοπα ανανεωνόμενη υπάρχει), όταν αναβαπτίζεται μέσα στον άνθρωπο (Papanoutsos) |
    • οι εξαιρετικοί άνθρωποι .. βλέπουν με την προοπτική της μεγαλοφυΐας .. τις ανανεωνόμενες αλήθειες (SZSideris)
  • ⓐ being changed, replaced or enriched:
    • είχε μια συνεχώς ανανεωνόμενη γκαρνταρόμπα |
    • το κέντρο παρουσιάζει ανανεωνόμενο πρόγραμμα

[prpp of ανανεώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανεώνω [ananeóno] -ομαι Ρ1 : 1α.(για πργ.) αντικαθιστώ, αλλάζω κτ. παλιό με άλλο καινούριο: ~ την επίπλωση του σπιτιού. Θα ανανεωθούν τα λεωφορεία των αστικών συγκοινωνιών. ~ το νερό στο βάζο, βάζω φρέσκο. || (παθ.) για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται, που είναι ανανεώσιμο. β. (για αφηρ. ουσ.) φέρνω ριζικές μεταβολές σε κτ., προσαρμόζω κτ. σε νέα δεδομένα: Θα ανανεωθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, θα αναμορφωθούν. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ανανεωμένους τρόπους έκφρασης. || (παθ., για πρόσ.) παρουσιάζω κτ. καινούριο, ως προϊόν της πνευματικής συνήθ. εργασίας μου: Ο επιστήμονας πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς. γ. αντικαθιστώ ένα ηλικιωμένο ή ακατάλληλο πρόσωπο με ένα νέο και δυναμικό: Θα ανανεωθούν τα στελέχη της εταιρείας. 2. δίνω νέα σωματική δύναμη, νέο σφρίγος σε κπ. που είναι σωματικά ή ψυχικά κουρασμένος ή γερασμένος: H εξοχή ανανεώνει τον οργανισμό. Γύρισε από τις διακοπές ανανεωμένη, ξανανιωμένη. || Tο δέρμα ανανεώνεται. 3α. επαναλαμβάνω κτ. που είχε ατονήσει ή είχε ξεχαστεί: ~ την υπόσχεση / τον όρκο που έδωσα. || Ύστερα από μακροχρόνιο χωρισμό ανανεώσαμε τη φιλία μας, τη ζωντανέψαμε. β. παρατείνω την ισχύ κάποιας σύμβασης: ~ το μισθωτήριο συμβόλαιο / το λαχείο / τη συνδρομή μου στο περιοδικό. || Θα ανανεώσουμε το ραντεβού μας για αύριο, θα ορίσουμε νέα συνάντηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀνανε(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀνανεοῦμαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεώνω [ananeóno] (L) ipf ανανέωνα, aor ανανέωσα, subj ανανεώσω, mi ανανεώνομαι, ipf 3pl ανανεώνουνταν, aor ανανεώθηκα
  • Ⓐ act
  • ① renew (syn ξανακαινουργώνω):
    • ~ την επίπλωση του σπιτιού |
    • οι τοιχογραφίες της εκκλησίας ανανεώθηκαν τελευταία |
    • ανανέωσε το κόκκινο των χειλιών της
  • ② innovate, reform (syn αναμορφώνω,:
    • ο ζωγράφος ανανεώνει την τέχνη του |
    • ο δείνα ανανεώνει γλωσσικά και ιδεολογικά το ρομαντισμό |
    • ο ελληνισμός ανανεώνει αδιάκοπα την πνευματικότητά του |
    • ο Πιραντέλλο και οι δορυφόροι του .. επαναστατήσαν και ανανέωσαν την παγκόσμια ζωή του θεάτρου (Athanasiadis-N) |
    • poem θα συνεχίσω βήματα σταματημένα | κάπου, ανανεώνοντας τις θέσεις | ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα (ADimoulas)
  • ③ refresh, restore (syn τονώνω, αναζωογονώ, δυναμώνω):
    • ~ τις δυνάμεις μου, τις εντυπώσεις μου |
    • ~ κάτι στη μνήμη μου |
    • η δουλειά αυτή τον ανανεώνει |
    • το βουνό, το δάσος, ο αέρας κλ ανανεώνουν |
    • ανανέωνε στο δρόμο παλιές ξεχασμένες γνωριμίες των σαλονιών (Xenop) |
    • η τέχνη .. συνθέτει και πλάθει τις άπειρες "ιδέες", που εκφράζουν, πάντα ανανεώνοντας και πλουτίζοντάς την την μιαν υπέρτατην ιδέα της ωραιότητας (Tsatsos)
  • ④ change, replace (near-syn αλλάζω):
    • ~ τον αέρα του δωματίου |
    • πολλές εταιρίες ανανεώνουν συχνά το προσωπικό τους |
    • ελέγχουν τις μηχανές και ανανεώνουν τα καύσιμα των αεροπλάνων (Charis) |
    • συνόδεψε το κλιμάκιο που θ' ανανέωνε τη φρουρά στα φυλάκια (TAthanasiadis)
  • ⑤ repeat, renew (near-syn επαναλαμβάνω):
    • ~ την προσπάθειά μου |
    • ανανέωσε την προσφορά μου για αντιπαροχή
  • ⑥ techn t. renew (of permit etc) (near-syn παρατείνω):
    • ~ την άδεια, τη μίσθωση, το συμβόλαιο, το διαβατήριο
  • Ⓑ mi
  • ⑦ be renewed, renovated, regenerated (syn ανακαινίζομαι, αναγεννιέμαι):
    • το ξεριζωμένο χόρτο ανανεώνεται |
    • η επιστήμη ανανεώνεται |
    • ο κόσμος .. ανανεώθηκε, θεοί κι άνθρωποι φωτίστηκαν με νέο φως |
    • η ζωή .. εξακολουθεί να υπάρχει ακριβώς γιατί αδιάκοπα ανανεώνεται (Chatzinis)

[fr MG ανανεώνω ← ByzG ανανεώ ← K (pap, 2nd c. BC-7th c.), PatrG ἀνανεῶ ← AG ἀνανεῶ (-όω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανέωση η [ananéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανανεώνω. 1α. αντικατάσταση του παλιού και φθαρμένου με κτ. άλλο καινούριο: Ο ρουχισμός / η επίπλωση χρειάζεται ~. H ~ του πολεμικού υλικού. β. ριζική μεταβολή, αναμόρφωση ή εκσυγχρονισμός: H ~ του συστήματος διδασκαλίας. H ~ του ενημερωτικού υλικού. || Είναι απαραίτητη η ~ του δασκάλου / του πολιτικού. γ. αντικατάσταση ενός προσώπου από κάποιο άλλο νεότερο, με πιο σύγχρονες αντιλήψεις και γνώσεις: Θα γίνει σταδιακή ~ όλου του προσωπικού. H ~ των στελεχών του κόμματος. δ. ~ των γενεών, στη δημογραφία, οι γεννήσεις που αντικαθιστούν τους θανάτους. 2. αναζωογόνηση, επανάκτηση σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων: H ~ του οργανισμού / του δέρματος. Xρειάζομαι ~. 3α. επαναβεβαίωση: H ~ των όρκων / της υπόσχεσης. ~ της φιλίας, αναθέρμανση. β. παράταση ισχύος: ~ συμβολαίου / της άδειας οδήγησης / της απόσπασης διδακτικού προσωπικού για το επόμενο έτος.

[λόγ. < αρχ. ἀνανέω(σις) -ση (2: ελνστ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανέωση [ananéosi] η, gen ανανεώσεως (& D ανανέωσης), pl ανανεώσεις
  • ① lit & fig renewal:
    • η ~ του αίματος |
    • η αιώνια ~ της ζωής |
    • το αισιόδοξο μήνυμα που έρχεται .. από την ~ του φυσικού κόσμου (Fteris) |
    • (η ανθρώπινη ψυχή) κρύβει .. μιαν ικανότητα για ανανεώσεις (Theotokas) |
    • ο σημερινός πολιτισμός .. απαιτεί έναν σκληρό και συνεχή αγώνα για ενημέρωση και ~ (Chatzinis)
  • ② innovation, reform (syn αναμόρφωση,:
    • βαρυσήμαντες ανανεώσεις στον τομέα των φυσικών επιστημών |
    • εποχή ανανέωσης των ηθικών αξιών |
    • κάποιο στοιχείο ανανεώσεως είναι απαραίτητο σε κάθε συναυλία (Yatras) |
    • η επτανησιώτικη σχολή .. παρουσιάζει έλλειψη ανανέωσης, έναν κόσμο κλειστό, που ολοένα φτωχαίνει και σβήνει (Dimaras)
  • ③ fig refreshment, restoration, revival (syn τόνωση, αναζωογόνηση):
    • ~ των δυνάμεων, του πάθους, των ενδιαφερόντων, της φιλίας, του πατριωτικού ιδανικού |
    • κρατιέται ζωντανή η συζήτηση με την αδιάκοπη ανανέωσή της (Myriv) |
    • τα λογοτεχνικά κινήματα .. συνετέλεσαν πάντοτε σε ανανεώσεις, σε αναγεννήσεις (Chatzinis) |
    • αυτή η κρίση (του πολιτισμού) μπορεί να φέρει την παρακμή του, αλλά και την ανανέωσή του (Evelpidis) |
    • ένα ποτήρι κρασί με τους απλούς ανθρώπους του λαού είναι ξεκούραση και ~ (Melas)
  • ④ change, replacement (syn αλλαγή):
    • η ανανέωσις του αέρος (L) |
    • η επιτροπή χρειάζεται ~ the committee needs new blood
  • ⑤ techn t. renewal (of permit etc) (near-syn παράταση):
    • ~ της άδειας |
    • ~ της μισθώσεως renewal of the lease |
    • ~ του συμβολαίου |
    • ~ του διαβατηρίου

[fr kath ανανέωσις ← MG ανανέωσις ← K (pap, 2nd c. BC-7th c.), PatrG ← AG ἀνανέωσις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανεώσιμος -η -ο [ananeósimos] Ε5 : που μπορεί να ανανεωθεί, συνήθ. για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται: Ο άνεμος, ο ήλιος, οι υδατοπτώσεις είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -σιμος μτφρδ. αγγλ. renewable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεώσιμος, -η, -ο [ananeósimos] (L)
  • renewable:
    • άδεια ανανεώσιμη, συμβόλαιο ανανεώσιμο |
    • η συνείδηση και η αυτοσυνειδησία παραμένουν δυνάμεις ανεξάντλητες .. πάντα ανανεώσιμες (Tatakis)

[fr kath, neol ανανεώσιμος, der of ανανεώ (-όω) w. suff -σιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανεωτής ο [ananeotís] Ο7 θηλ. ανανεώτρια [ananeótria] Ο27 : αυτός που ανανεώνει ένα θεσμό ή μια ιδεολογία, αυτός που εκσυγχρονίζει κτ.

[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. rénovateur (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀνανεωτής `που ξαναχτίζει΄)· λόγ. ανανεω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες