Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμάρτητος, επίθ.
-
- 1) Που δεν έχει αμαρτήσει:
- η ψυχή να είναι καθαρά και αναμάρτητος (Aποκ. Θεοτ. II 36).
- 2) (Προκ. για τον Θεό):
- (Θρ. Θεοτ. 95).
- 3) Aθώος:
- τ’ αναμάρτητα παιδιά (Θρ. Kύπρ. 103).
[αρχ. επίθ. αναμάρτητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει αμαρτήσει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμάρτητος -η -ο [anamártitos] Ε5 : 1.που δεν έχει αμαρτήσει ή που δεν αμαρτάνει: Ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός, μόνο ο Θεός είναι ~. 2. (εμφατικά) που κρίνει ή ενεργεί πάντοτε σωστά, αλάθητος. (λόγ. έκφρ.) ουδείς ~, για να δηλώσουμε ότι κανένας δεν μπορεί να αποφύγει το λάθος. || (ως ουσ.) ο αναμάρτητος: Ο ~ ας με κρίνει, για να δηλώσουμε ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει. (λόγ.) ΦΡ ο ~ πρώτος τον λίθον* βαλέτω.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀναμάρτητος· 1: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμάρτητος1 [anamártitos] ο,
- sinless person:
- phr ο ~ πρώτος τον λίθον βαλέτω let him who is without sin cast the first stone |
- οι αναμάρτητοι, τα κοπάδια οι Aμνοί, που φορτώνουνται απάνω τους την αμαρτία του κόσμου (Prevelakis)
[fr eccl ← K (NT) ἀναμάρτητος, substantiv. m ἀναμάρτητος (s. αναμάρτητος2)]
- sinless person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμάρτητος2, -η, -ο [anamártitos] (L)
- free from mortal taint, sinless, impeccable (syn ακριμάτιστος, ant αμαρτωλός):
- θεωρούν εαυτούς αναμάρτητους |
- ο Xριστός ως Θεός είναι ~ |
- χρόνια ειρηνικά κι αναμάρτητα |
- ξεκινάει ο ποιητής με το ζωντανό του .. με αναμάρτητον όμως Aδαμισμό να βρει την αγνότητα του κόσμου (Papatsonis) |
- πολλοί μένουν ατιμώρητοι, κανείς όμως ~ (Vrettakos) |
- poem σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. | Tώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα (Elytis)
[fr kath αναμάρτητος ← LMG (Somavera), MG ← K (NT, pap), PatrG ← AG ἀναμάρτητος]
- free from mortal taint, sinless, impeccable (syn ακριμάτιστος, ant αμαρτωλός):