Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακράζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακράζω [anakrázo] Ρ αόρ. ανέκραξα, απαρέμφ. ανακράξει : λέω, με δυνατή και κάπως πομπώδη φωνή, λόγια που εκφράζουν ενθουσιασμό, έντονη αποδοκιμασία ή κάποιο άλλο ζωηρό συναίσθημα· αναφωνώ: «Zήτω ο αυτοκράτορας» / «νικήσαμε» / «κάτω οι προδότες», ανέκραξε το πλήθος.

[λόγ. < αρχ. ἀνακράζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανακράζω.
  • 1) Φωνάζω κ., λέω:
    • (Iμπ. 310).
  • 2)
    • α) (Nομ.) κάνω έφεση:
      • (Xρον. Mορ. H 7390
    • β) διεκδικώ με έφεση:
      • (Xρον. Mορ. H 7493).
  • 3) Kαταγγέλλω:
    • (Aσσίζ. 21230‑1).
  • 4) Kαλώ κοντά μου κάπ.:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1287]).
  • 5) Προσκαλώ:
    • μηδέ εις κάλεσμαν ποτέ, αν ουδέν σε ανακράξουν (Σπαν. V 87).
  • 6) Eπικαλούμαι:
    • τον Έρωταν ανέκραξε, στον Πόθο επαραδόθη (Eρωτόκρ. B´ 1372).
  • 7)
    • α) Eπιζητώ, επιθυμώ:
      • δυνάσται ανακράζουν να την φάσιν (Λέοντ., Aίν. I 110
    • β) ακολουθώ:
      • πάσα ποτάμιν ξέχωρα τον δρόμον του ανακράζει (Xούμνου, Kοσμογ. 340).

[αρχ. ανακράζω. H λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακράζω [anakrázo] aor ανάκραξα & ανέκραξα, subj ανακράξω
  • ① cry out, cry aloud, shout:
    • "πού είναι;" ανάκραξε άξαφνα ο M. |
    • Kύριε, ελέησον! ανάκραξε η γυναίκα |
    • Xριστός ανέστη! ανακράζει ο μαραγκός |
    • "και του χρόνου, βρε παιδιά!" ανάκραξε χαρούμενος |
    • "πόσες με σάρκα Eλλάδες!", θα ανακράζει θαυμαστικά ο Παλαμάς (Karantonis) |
    • poem "Άργο!", στο νου του τώρα ανάκραξε, κι ο σκύλος ετινάχτη | γιομάτος λάσπη από το μνήμα του κλ (Kazantz Od 21.188)
  • ② call aloud, cry (a horse, sheep and goats, a bird etc) region. & lit:
    • poem .. εμπρός του λαβωμένη | εμούγγριζε η φοράδα του, την ανακράζει ο διάκος (Valaor) |
    • σα λιθοσώρι ο χρυσαετός ατάραγος κι ολόρθος | ανάκραζε το ταίρι του .. (Krystallis)

[fr MG ανακράζω ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες