Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάριθμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάριθμος, -η, -ο [anáriθmos] s. αναρίθμητος
:
  • η Δεσποινούλα .. τριώ χρονώ μες στην πείρα του ανάριθμου χρόνου που συμπυκνώθηκε σαν μολυβένια σφαίρα σε μια ώρα της ζωής της κατάλαβε και φώναξε έξαλλα (Voïskou) |
  • poem μνήμη από μνήμες καμωμένη ανάριθμες | και πείρα της στερνής στιγμής (Panagiotop) |
  • τώρα υπάρχουν .. | κι ανάριθμες Pαχήλ με πληγωμένες τις καρδιές | που μέρα νύχτα κλαίνε τα παιδιά τους (NMimop)

[fr PatrG, K ἀνάριθμος (cf ἀνάριθμως, 4th c. AD) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες