Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αν- [an] priv
- of cpd nouns and adjs, which thus have initial ανα-, ανε-, ανη- etc
- ① adjs un-, in-, an-, -less:
- ανάλατος (άλας), ανάλεστος (αλεστός), ανάξιος (άξιος), ανάρμοστος (αρμοστός), ανελεύθερος (ελεύθερος), ανεξήγητος (εξηγητός), ανέξοδος (έξοδον), ανέβγαλτος (εβγαλτός), ανήκουστος (ακουστός) & ανάκουστος, ανήμπορος ( |
- ημπορώ bes ανέμπορος |
- εμπορώ), ανήξερος (MG ανήξευρος, which is also mod. Pontic), ανόμοιος (όμοιος), ανόρεχτος (ανόρεκτος |
- ορεκτός)
- ② nouns lack of:
- ανημποριά (der of ανήμπορος), ανομοιότητα, ανομβρία (& ανομπριά), ανυδρία (& ανυδριά), ανορεξία etc.
[Cf ανα-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αν-βογκ [anvóg]
- in phr είναι ~ is popular, in fashion, in vogue:
- ο φασισμός ήταν πολύ ~ στην οικουμένη (Psathas) |
- κλοπές αυτοκινήτων είναι ειδικότητα κι αυτή πολύ ~ στη νεολαία του είδους (id.)
[fr Fr (ἁtre) en vogue]
- in phr είναι ~ is popular, in fashion, in vogue:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αν-φας [an-fás] adv
- facing forward, facing the viewer, straight in the face (syn phr καταμέτωπο, καταπρόσωπο):
- τον πήρε φωτογραφία ~
[fr Fr en face]
- facing forward, facing the viewer, straight in the face (syn phr καταμέτωπο, καταπρόσωπο):