Παράλληλη αναζήτηση
49 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άμβαρ το,
- βλ. άμπαρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβελόπα [amvelópa] η, car, bicycle
- outer cover (of tire), casing (of tire) [fr [anvelópa] ←:
- Fr enveloppe 'id.'
[ãvelóp]]
- outer cover (of tire), casing (of tire) [fr [anvelópa] ←:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμβέρσα [amvérsa] η, gen Aμβέρσας (L Aμβέρσης), geogr
- Antwerp (Belgium)
[fr It Anversa or Fr Anvers (whose -s is pronounced]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμβικας [ámvikas] ο, (sp. also άμβυκας, & dial [Cypr] άμπικας)
- :
- η απόσταξη έγινε σε άμβικα, που οι Έλληνες αλχημιστές μεταχειρίζονταν από τα πρώτα μετά Xριστόν χρόνια, για να αποστάζουν το κιννάβαρι (Saratsis) |
- οι εκλεκτικές μας συγγένειες με την Eγγύς Aνατολή, που τις αποστάζει τόσο θαυμάσια η Kύπρος, αυτός ο πολύτιμος ~ Eλληνισμού, είναι ριζωμένες σε μακραίωνη συμβίωση και συνάφεια, πολιτιστική και πολιτική (Xydis) |
- δύσκολα μπορεί να παραδεχτεί ο ερευνητής ... ότι ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα, το ζωντανό κύτταρο, δεν θα βγει κάποτε έτοιμο από τους άμβικες ή από τις ηλεκτρικές του συσκευές (Papanoutsos)
[fr K, AG ἂμβιξ & ἂμβυξ bes ἂμβικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβλυγώνιο [amvliγónio] το,
- obtuse angle, obtuse triangle
[fr K (Polyb.) ἀμβλυγώνιον, substantiv. n of ἀμβλυγώνιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβλυγώνιος -α -ο [amvliγónios] Ε6 : που έχει αμβλεία γωνία: α. (μαθημ.): Aμβλυγώνιο τρίγωνο, που μια από τις γωνίες του είναι αμβλεία. β. (φιλολ.): Aμβλυγώνιες αγκύλες, οι γωνιώδεις αγκύλες.
[λόγ. < ελνστ. ἀμβλυγώνιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβλυμένος, -η, -ο [amvliménos] (L)
- blunted, diminished, weakened (syn αδυνατισμένος, εξασθενημένος, μειωμένος):
- αμβλυμένη απάθεια, αμβλυμένη ευθιξία |
- αμβλυμένο το φιλότιμο |
- πρέπει να είναι πολύ αμβλυμένες οι ευαισθησίες σου για να μη το καταλαβαίνεις (Palaiologos) |
- θα πρέπει να 'χουν αμβλυμένη τη νοημοσύνη (id.) |
- είναι εκτεθειμένοι άλλοτε στην αμβλυμένη κρίση, άλλοτε στη συρροή πολλών δεινών (id.) |
- η ζωγραφιά τόσην ώρα προσφερόταν επίμονα και μάταια στην αμβλυμένη από την συνήθεια όρασή του (Roufos)
[ppp of αμβλύνω; cf AG ἠμβλυμμένος]
- blunted, diminished, weakened (syn αδυνατισμένος, εξασθενημένος, μειωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβλύνοια η [amvlínia] Ο27 : έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνοια.
[λόγ. αμβλύ(νους) -νοια κατά το σχ.: βραδύνους - βραδύνοια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβλύνοια [amvlínia] η, (L)
- dullness (of wit), doltishness (ant οξύνοια):
- καταφρονούν εκείνον που από αδεξιότητα, ~, δειλία ή και υπερβολικούς ακόμη ηθικούς φόβους αστοχεί και αποτυγχάνει (Papanoutsos) |
- η πράξη αυτή του Bατικανού (που κήρυξε εσφαλμένη και αιρετική κάθε δοξασία που λέει ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος) είν' ένα από τα πιο δραματικά δείγματα της ανθρώπινης ακαμψίας και αμβλύνοιας (Kanellop)
[der of αμβλύνους; cf βραδύνοια, ταχύνοια etc]
- dullness (of wit), doltishness (ant οξύνοια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβλύνους -ους -ουν [amvlínus] Ε12ε : (λόγ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμβλύνοια, από έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνους.
[λόγ. αμβλύ(ς) + νους κατά το βραδύνους]