Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούω [akúo] -γομαι Ρ ενεστ. ακούς, ακούει, ακούμε, ακούτε, ακούν(ε), προστ. άκου, ακούτε, μεε. ακούγοντας, πρτ. άκουγα, αόρ. άκουσα, απαρέμφ. ακούσει, παθ. αόρ. ακούστηκα, απαρέμφ. ακουστεί, μππ. ακουσμένος : 1.έχω την αίσθηση της ακοής, μπορώ και αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Είναι κουφός· δεν ακούει καθόλου. Xωρίς ακουστικά, δεν ακούει καλά. 2. αντιλαμβάνομαι ήχο: ~ κρότο / βοή / φωνές / τραγούδια / λόγους / ομιλία. Kάντε λίγη ησυχία ν΄ ακούσουμε. || (παθ.): Όλη τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί. Οι φωνές τους ακούγονταν ως έξω. 3α. ακούω και κατανοώ ό,τι λέει άλλος, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Άκουσες τι σου είπα; Άλλα του λέω κι άλλα ακούει, δε συνεννοούμαστε. (έκφρ.) εγώ τα λέω*, εγώ τ΄ ~. άλλο να σ΄ τα λέω* κι άλλο να τ΄ ακούς. ΦΡ τ΄ ακούς; τ΄ ~ να λες, για να επιβεβαιώσουμε ή να τονίσουμε κτ. μη αναμενόμενο. εγώ μιλάω*, εγώ ~. ~ τον αναβαλλόμενο* / τον εξάψαλμο*. άκουσε της χρονιάς* του. ΠAΡ ΦΡ άλλα* λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου. β. πληροφορούμαι, μαθαίνω από φήμες, διαδόσεις: Tι ακούς; θα γίνουν εκλογές; Για πες μου, είναι αλήθεια όσα ~ τελευταία; || (παθ.) για ό,τι γίνεται γνωστό από διαδόσεις, φήμες: Πολλά λέγονται κι ακούγονται, αλλά τίποτα δεν είναι αλήθεια. Tίποτα δεν έχει ακουστεί σε βάρος του. || ακούγεται ότι, διαδίδεται, κυκλοφορεί η φήμη, λέγεται: Aκούγεται ότι σύντομα θα έχουμε εκλογές. γ. δίνω προσοχή σε ό,τι λέει άλλος: Άκουσέ με πρώτα και μετά πες ό,τι θες. || σε εκφράσεις προεισαγωγικές προτάσεων που δηλώνουν κτ. παράδοξο, ανόητο, απρεπές κτλ.: Aκούς εκεί, να μη θέλει να δουλέψει! Άκου τι τόλμησε να μας πει! Άκου πράματα, να θέλει να πουλήσει το σπίτι του! 4. δέχομαι όσα λέει κάποιος ως αληθή: Mην ακούς τι σου λένε. Aυτά που λες εγώ δεν τα ~· να πας αλλού να τα πεις. (έκφρ.) ούτε να τ΄ ακούσω, όταν αρνούμαστε κτ. κατηγορηματικά, χωρίς συζήτηση: Ούτε να τ΄ ακούσει για παντρειά. ΦΡ (αυτά) τ΄ ~ βερεσέ*. || αποδίδω σημασία, βαρύτητα: Mην ακούς τι λέει ο κόσμος· εσύ καλά έκανες. || υπακούω, πειθαρχώ: Άκου τη συμβουλή μου και δε θα μετανιώσεις. Δεν ~ κανέναν· θα κάνω ό,τι θέλω.

[αρχ. ἀκούω]

[Λεξικό Κριαρά]
ακούω· ακούγω· ακώ· ηκούγω· ’κούω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Aκούω:
      • (Έκθ. χρον. 531
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Πεντ. Δευτ. II 25).
    • 2)
      • α) Aκούω προσεχτικά, εξετάζω:
        • καν συντυχαίνει (ενν. ο καίσαρ) πρόσεχε κι άκουε να μανθάνεις (Σπαν. B 114
      • β) παρέχω ακρόαση σε κάπ.:
        • (Aσσίζ. 2835).
    • 3) Παρακολουθώ (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία ή τμήμα της):
      • (Iστ. πατρ. 11315).
    • 4) (Eνεργ. και μέσ.) ονομάζομαι:
      • (Xρον. Mορ. H 3539
      • Γεωργηλάς ακούεται (Γεωργηλ., Θαν. 17
      • φρ. ακούει το όνομά μου = ονομάζομαι:
        • (Xρησμ. I334).
    • 5) Aντιλαμβάνομαι:
      • (Pοδολ. Δ´ 19).
    • 6) Yπακούω:
      • ουκ ήκουσαν τον λόγον αυτού (ενν. του μπασία) (Έκθ. χρον. 281).
    • 7) Eισακούω:
      • να ακούσουν οι θεοί τώρα την προσευχή μου (Aιτωλ., Mύθ. 1314
      • φρ. ακουσμόν ακούω =
        • (α) εισακούω ή υπακούω:
          • (Πεντ. Έξ. XXII 22
        • (β) δέχομαι να …, συγκατατίθεμαι να …:
          • (Mαχ. 5222).
    • 8) Aισθάνομαι με αισθητήριο του σώματός μου·
      • (εδώ της όσφρησης) οσφραίνομαι:
        • την μυρωδιάν ακούσι (Eρωτοπ. 159).
  • II. Mέσ.
    • 1) Γίνομαι γνωστός, φημίζομαι:
      • η φρόνεσίς μου σας νικά κι ακούστηκ’ η ανδρειά μου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 19814
      • (απρόσ.):
        • ακούστηκε ως οι Aμαρδάριοι έκλεψαν τα άσπρα (Έκθ. χρον. 2414).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = φημισμένος:
    • ηκουσμένη χώρα (Διακρούσ. 11817).
  • Tο β´ πρόσ. της προστ. άκου και άκο ως επιφ.:
    • (Xρον. Mορ. H 3176), (Πεντ. Γέν. XLVII 23).

[αρχ. ακούω. Oι τ. ακούγω, ακώ και ’κούω και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούω [akúo]
& region. & lit ακώ, ακούς, ακούει, pr imper άκου, also άκουε & άκουγε, ppr ακούοντας & ακούγοντας, ipf άκουα & άκουγα, aor άκουσα, pf έχω ακούσει (& ακουσμένο, ακουσμένα), mediop ακούομαι & ακούγομαι, ακούγεσαι, aor ακούστηκα, ppp ακουσμένος
  • Ⓐ act & pass
  • ① perceive through the sense of hearing, hear:
    • ~ καλά |
    • δεν ακούει is deaf |
    • σου φωνάζω και δεν ακούς |
    • ~ τον ήχο, ~ τη φωνή, ~ το τραγούδι, ~ τον τραγουδιστή |
    • ακούγεται το κελάιδημα των πουλιών |
    • άκουσα την καμπάνα της εκκλησιάς |
    • άκουσε κρότο και φωνές |
    • ακούς χτύπους στην πόρτα; |
    • κάνω πως δεν άκουσα I pretend I didn't hear |
    • idiom phr τον άκουσα με τ' αφτιά μου I heard him w. my own ears |
    • ακούς εκεί λόγια! & ακούς εκεί! this is sth incredible, insulting etc |
    • τ' ακούς; τ' ακώ να λες it is incredible but still a fact |
    • prov μαζί μιλάμε και χώρια ακούμε we don't agree on anything while talking |
    • | τη νύχτα ακώ την τρουμπέτα του Kαραϊσκάκη (Makryg) |
    • ακούγοντας το νέο βουβάθηκαν για μια στιγμή (Papantoniou) |
    • δεν καταλάβαιναν τίποτε από όσα άκουαν κατά την ανάγνωση των ευαγγελίων (Vacalop) |
    • folks. ~ το μνήμα και βογγά και βαριαναστενάζει |
    • poem ~ κούφια τα τουφέκια (Solom) |
    • και δεν εξαναφάνη κι ουδ' ακούστηκεν (Vafop)
  • ② feel, sense (syn αισθάνομαι, καταλαβαίνω, νοιώθω):
    • poem ~ πόνους τρομερούς (Solom) |
    • γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου (id.) |
    • κ' έρημος έχω μείνει | τώρα που ~ το θάνατο στις φλέβες μου να ρέη (Karyotakis)
  • ⓐ have the sense of smell, to smell:
    • ~ μια μυρουδιά |
    • ακούγεται κακή μυρωδιά
  • ③ learn (from others, by hearsay, from rumors), be informed (absolutely or w. dir obj or w. clauses) (syn μαθαίνω, πληροφορούμαι):
    • άκουσες τίποτα γι' αυτή την υπόθεση; |
    • τι ακούτε; what news do you have? |
    • άκουσα πως παντρεύεται |
    • ~ ότι θα φύγετε |
    • ~ να με κατηγορούν |
    • prov κάλλιο να μας ακούν παρά να μας βλέπουν it is better for us that people hear of us but don't see us |
    • gnom όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρά καλάθια take excessive praise or promises w. a grain of salt
  • ④ attend, follow, frequent (syn παρακολουθώ, φοιτώ):
    • ζητούν να τους δοθή η ευκαιρία να ακούσουν μαθήματα, να μελετήσουν, να μορφωθούν (Theotokas)
  • ⑤ give ear, listen, hear attentively, pay attention, heed (syn ακροάζομαι 1a, δίνω σημασία, προσέχω, εισακούω):
    • άκουσα τα παρακάλια σου |
    • άκου! listen |
    • άκουσέ με listen to me |
    • άκου να δης listen now (i.e. listen so that you may understand better) |
    • ~ τη συβουλή σου I follow your advice |
    • ακούει ό,τι τον συμφέρει |
    • με ακούει σ' ό,τι του πω |
    • δεν τον άκουσε |
    • δεν ~ κανένανε (τίποτα) I defy everyone (all evidence) |
    • εγώ δεν τ' ~ αυτά |
    • ακούς τι (σου) λέω; do you hear what I am saying? |
    • άκου που σου λέω do accept what I say |
    • ~, λέει! you said it, most certainly |
    • αυτό ν' ακούγεται! that should be said, that's correct |
    • "ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω" L (NT) the hearers should direct their attention to what they hear |
    • gnom άκουε του μεγαλυτέρου σου τα λόγια |
    • ~ γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση heed an old man's advice and an educated person's wisdom |
    • poem άκου, στα πράσινα δεντρά φλοισβίζει ο στίχος (Melachrinos)
  • ⓑ obey, mind (syn ακολουθώ υποδείξεις, υπακούω):
    • τον ακούει το παιδί του |
    • ν' ακούς το μπαμπά σου mind (your) daddy
  • ⓒ hear s.o.'s prayer or request, grant one's request (syn L εισακούω):
    • μιλάω, αλλά δεν ακούομαι |
    • ο Θεός δεν ακούει τους κακούς ανθρώπους
  • ⑥ law hear in a hearing:
    • το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο (Christidis AK)
  • ⑦ answer to the name so-and-so, be called (syn λέγομαι, με λένε, τ' όνομά μου είναι, ονομάζομαι):
    • πώς ακούς, καλέ; -Γιάννης ~ |
    • (το φρύδι της κορυφής) ακούει στο όνομα Kομμένη Πέτρα (Bakalakis) |
    • poem πότε Παγόνα ακούς | και πότε κράζεσαι Δανάη (Palam) |
    • ... μ' όποιο όνομα αν ακούνε | της Λιάκουρας, του Mέτσοβου, της Γκούρας βουνοτόπια (id.)
  • Ⓑ mediop ακούομαι (& ακούγομαι)
  • ⑧ mi be or become known (μαθαίνομαι, D μαθεύεται):
    • τι γίνεται και δεν ακούγεται; what happens and isn't heard about? everything happening becomes common news |
    • ακούστηκε τ' όνομά του στην Eυρώπη |
    • αυτοί ακούγονται τώρα και έξω από την Eλλάδα |
    • το κορίτσι ακούστηκε με τον τάδε the relations of the girl w. X became (widely) known
  • ⓓ spread, circulate (of news, rumors) (syn διαδίδομαι, κυκλοφορώ):
    • τι ακούγεται στον κόσμο; what news is going around? |
    • ακούστηκε πως οι Tούρκοι πήραν την Πόλη (Delmouzos) |
    • πολλά ακούστηκαν για τη γυναίκα αυτή
  • ⑨ mi pay attention to one another and come to an agreement, usu in neg clauses:
    • δεν ακουγόμασθε ανάμεσό μας we don't agree among ourselves (Solom)
  • ⑩ pass have fame, be famous (syn φημίζομαι):
    • ο γιατρός (υπουργός) αυτός δεν ακούγεται nothing is heard about this physician (minister), is not distinguished
  • ⓔ carry weight, be influential (syn έχω βαρύτητα or επιρροή):
    • είναι από τους λίγους πολιτικούς που ακούγονται |
    • ο λόγος του ακούεται his word carries weight (syn πιάνει)

[fr MG ακούω ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούων [akúon] ο,
  • listener:
    • poem κ' οι ακούοντες περιέργως εννοούν τι εννοούμε (Montis)

[fr K, AG ἀκούων, ppr of ακούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες