Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακμαίος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακμαίος, επίθ.
  • Που είναι στην ακμή του, δυνατός, βαρύς·
    • (εδώ προκ. για το χειμώνα):
      • (Bίος Aλ. 3746).

[αρχ. επίθ. ακμαίος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακμαίος -α -ο [akméos] Ε4 : 1α.για κπ. που διατηρεί ακέραιες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, συνήθ. για ηλικιωμένο άτομο στο οποίο δεν είναι έκδηλη η βιολογική φθορά: Ένας ογδοντάρης που όμως είναι ακμαιότατος, ανθηρότατος. || Οι Έλληνες είναι ένας ~ λαός. β. (για ιδιότητα ή για εκδήλωση ενός ατόμου) που διατηρεί όλη τη ζωντάνια και την ένταση που είχε, που δεν έχει υποστεί φθορά ή μείωση: Γέρος με ακμαίες τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις, ανθηρές. Tο ηθικό του στρατού είναι ακμαίο, υψηλό. 2. για δραστηριότητα που βρίσκεται σε ανώτατο σημείο απόδοσης· ανθηρός: Xώρα με ακμαίο εμπόριο. H οικονομία μας δεν είναι ακμαία. || Aκμαίες ελληνικές παροικίες / πόλεις κτλ., με ακμαία οικονομία, πνευματική ζωή κτλ. ακμαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκμαῖος· 2: σημδ. γαλλ. florissant]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακμαίος, -α, -ο [akméos]
  • ① thriving, vigorous, sturdy (syn σφριγηλός):
    • ~ άνθρωπος |
    • είναι εξήντα ετών αλλά ακμαιότατος |
    • η γιαγιά ήταν γερή και ακμαία |
    • ο ποιητής κρατιόταν ~ και ζωηρός |
    • ακμαία έθνη |
    • poem σ' αρπάζω τώρα ...|... να σε παραδώσω |
    • στην αιωνιότητα νέο πάντα, ωραίο κι ακμαίο (Dictaios) |
    • ~, ωραίος, μ' ένα άνθος στην κομβιοδόχη, |
    • χαμογελά στο θεατή κομψά ο πατέρας (KEmmanouil)
  • ② being at the highest point, prosperous:
    • η ακμαία ηλικία |
    • ακμαίο εμπόριο |
    • ~ συνοικισμός |
    • άλλοτε ποτέ ακμαία ελληνική κωμόπολη (Melas) |
    • στερεοί και ακμαίοι κοινωνικοί οργανισμοί |
    • ακμαία ολλανδική φιλολογική σχολή |
    • ~ πληθυσμός |
    • έχει ακμαίες τις δυνάμεις του |
    • ακμαία θρησκευτική πίστη |
    • έχει ακμαία υγεία |
    • (η Σμύρνη) τόπος με ακμαία και ποικίλη ζωή (Dimaras) |
    • ακμαία πνευματική ζωή |
    • ακμαίο πάθος |
    • (οι στρατεύσιμοι) έχουν ακμαίο φρόνημα |
    • ο στρατός έχει ακμαίο ηθικό |
    • η μητέρα μου ... είχε γεράσει, διατηρούσε όμως ακμαίες και τις σωματικές της δυνάμεις και τις πνευματικές (Xenop) |
    • (η Γαλλία) θεωρείται το κέντρον μιας σφύζουσας και πάντοτε ακμαίας ανθήσεως (Papatsonis) |
    • να αναδείξωμε ακμαία μορφή λόγου, που τόσο μας λείπει (Theodorakop) |
    • (ο καθηγητής) συνεχίζει με ακμαία πάντοτε μαχητικότητα ποικίλους αγώνες (Dimaras)

[fr MG ακμαίος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες