Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάλληλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάλληλος -η -ο [akatálilos] Ε5 : ANT κατάλληλος. 1. για κτ. που δεν έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που είναι απαραίτητα για ένα συγκεκριμένο άτομο, για μια συγκεκριμένη χρήση ή περίσταση: Tο κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για μαθητές δημοτικού σχολείου / για σχολείο. Tα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία. Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα. Έδαφος ακατάλληλο για την καλλιέργεια οπωροφόρων. Φάρμακο ακατάλληλο για τη θεραπεία του κρυολογήματος, αναποτελεσματικό. Aκατάλληλη λέξη / έκφραση, που δεν κυριολεκτεί, που δεν εκφράζει σωστά το νόημα. Tο βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για μικρά παιδιά, γιατί είναι δυσνόητο. || για βιβλίο, θέαμα ή ακρόαμα που κρίνεται ότι δε συμβάλλει στην ηθική διαπαιδαγώγηση: H τηλεόραση προβάλλει τις νυχτερινές ώρες ακατάλληλες ταινίες. Kινηματογραφικό έργο ακατάλληλο για ανηλίκους. || (ως ουσ.) το ακατάλληλο, η ακαταλληλότητα: Tο ακατάλληλο του εδάφους. Συγγνώμη(ν) για το ακατάλληλο της ώρας. 2. για κπ. του οποίου οι ικανότητες, τα προσόντα ή ο χαρακτήρας δεν ανταποκρίνονται σε κάποιες συγκεκριμένες απαιτήσεις και ανάγκες: Είναι κατάλληλος για να διδάξει μεγάλα παιδιά, τελείως ~ όμως για μικρά. Ο υπάλληλος κρίθηκε ~ για τη θέση του προϊσταμένου. Άνθρωπος ~ για να μεγαλώσει παιδιά. Είσαι ο πιο ~ άνθρωπος για να μου δώσεις συμβουλές. ακατάλληλα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~ για γάμο / για χειμώνα.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάλληλος `αταίριαστος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάλληλος, -η, -ο [akatálilos]
  • ① inappropriate, unsuitable, untoward, inopportune, untimely, ill-timed, inconvenient, wrong (ant κατάλληλος):
    • ακατάλληλη εποχή untoward season, wrong season |
    • ήρθα σε ακατάλληλη ώρα I came at an untimely hour, at an inappropriate or inconvenient time |
    • ακατάλληλη στιγμή inconvenient or poor time |
    • φτάνω σε ακατάλληλη στιγμή arrive inopportunely or inconveniently |
    • ήταν ακατάλληλη η περίσταση για καλλιτεχνική φιλαρέσκεια (Theotokas)
  • ⓐ not tending to achieve a certain goal or result, unsuitable for, poor or harmful (syn απρόσφορος):
    • χωράφι ακατάλληλο για καλλιέργεια field unsuitable for cultivation |
    • ακατάλληλη θεραπεία μιας αρρώστιας (syn που αντεδείκνυται) |
    • ακατάλληλο φάρμακο |
    • ακατάλληλο μέταλλο unsuitable metal |
    • κλίμα ακατάλληλο για την αρρώστια μου |
    • ρούχα ακατάλληλα για τη βαρυχειμωνιά clothes unsuitable for severe winter weather |
    • ακατάλληλοι όροι οδηγήσεως poor driving conditions
  • ⓑ not fulfilling certain requirements, ineffective, inadequate, of teaching, literary style, expression:
    • ακατάλληλο ύφος inadequate style |
    • ακατάλληλη έκφραση ineffective phrase |
    • (οι άλλοι λόγοι) καθιστούν ακατάλληλη γι' αυτό το σκοπό την εκκλησιαστική διδασκαλία, που γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστική (Dimaras)
  • ② lacking capacity or qualifications, unqualified or ill-qualified, incompetent, unfit, ineligible, of persons (syn χωρίς τ' απαραίτητα εφόδια or προσόντα, ανίκανος, απαράδεκτος):
    • ~ δικηγόρος |
    • άτομο ακατάλληλο για τη θέση individual unfit for the post |
    • ~ για εργασία (για τη δουλειά) incompetent for work, unemployable |
    • είσαι ο πιο ~ άνθρωπος you are the most unsuitable person |
    • ήταν ~ να προσφωνήση τον προσκεκλημένο |
    • ~ για την έρευνα αυτή |
    • ζευγάρι ακατάλληλο για γονείς a couple unfit for parenthood |
    • θα 'μασταν ακατάλληλοι για να εκλεγούμε (Kanellop)
  • ③ unseemly, of appearance (syn ανάρμοστος, απρεπής)
  • ④ not in conformity w. regulations, unsuitable, improper by social standards, of low standing (including brutality, indecency, or immorality) (near-syn άσεμνος, ανήθικος, ant αθώος, κατάλληλος):
    • θεατρικό έργο ακατάλληλο a play unsuitable for minors or women |
    • ακατάλληλο κινηματογραφικό έργο adults only movie |
    • ακατάλληλα αναγνώσματα unsuitable readings |
    • βιβλίο ακατάλληλο για μικρά παιδιά

[fr K, AG ἀκατάλληλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες