Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακήρυκτος -η -ο [akíriktos] & ακήρυχτος -η -ο [akírixtos] Ε5 : που δεν τον έχουν κηρύξει, που δεν έχει επίσημα αναγγελθεί, συνήθ. στην έκφραση ~ πόλεμος και μτφ., για ύπουλες ενέργειες που αποσκοπούν στη βλάβη κάποιου προσώπου: Aνάμεσα στα δυο αδέλφια έχει ξεσπάσει ένας ~ πόλεμος.
[λόγ. < αρχ. ἀκήρυκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακήρυκτος, -η, -ο [acíriktos] (& ακήρυχτος)
- unpromulgated, undeclared:
- ~ πόλεμος undeclared war |
- (η φάση) ενός ανελέητου και ακήρυκτου πολέμου αρχίζει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σκλαβιάς (Vacalop) |
- υπόβοσκε ένας άλλος πόλεμος, ακήρυχτος (Theotokas) |
- ο Ιταλός αφήνοντας τον ακήρυχτο πόλεμο ήρθε στις φανερές εχθροπραξίες (Melas)
[fr AG ἀκήρυκτος, cpd w. κηρυκτός; cf cpds w. -κήρυκτος, e.g. MG ιεροκήρυκτος]
- unpromulgated, undeclared: