Παράλληλη αναζήτηση
537 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαβάλητος -η -ο [akaválitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν έχει καβαλήσει σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο. 2. για ζώο που δεν το έχουν καβαλήσει.
[α- 1 καβαλη- (καβαλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαβάλητος, -η, -ο [akaválitos] (& ακαβάλιστος)
- ① not ridden on (syn ακαβαλίκευτος 1):
- άλογο ακαβάλητο unbroken or unridden horse
- ⓐ act. not having ridden (syn ακαβαλίκευτος 1b)
- ② of female animals and humans, not mounted, not copulated w. (syn αγάμητη, L ανόχευτη, αβάτευτη, αμαρκάλιστη, απήδητη)
- ⓑ virgin
[cpd w. καβαλητός: καβαλάω]
- ① not ridden on (syn ακαβαλίκευτος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαβαλίκευτος -η -ο [akavalíkeftos] Ε5 : ακαβάλητος.
[α- 1 καβαλικεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαβαλίκευτος, -η, -ο [akavalíceftos]
- ① unridden (syn ακαβάλητος 1):
- μουλάρι ακαβαλίκευτο
- ⓐ act. not having ridden (syn in ακαβάλητος 1b)
- ② not mounted, not copulated w. (syn in ακαβάλητος 2)
[cpd w. καβαλικευτός: καβαλικεύω]
- ① unridden (syn ακαβάλητος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαβούρντιστος -η -ο [akavúrdistos] & ακαβούρδιστος -η -ο [akavúrδi stos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καβουρντίσει, που δεν είναι καβουρντισμένο: ~ καφές. Aκαβούρντιστα αμύγδαλα.
[α- 1 καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαβούρντιστος, -η, -ο [akavúrdistos] (& L ακαβούρδιστος)
- ① unroasted (syn άψητος, ωμός):
- ~ καφές unroasted coffee
- ② fig not tormented, not pestered (syn που δεν ταλαιπωρήθηκε)
[cpd w. καβουρντιστός: καβουρντίζω]
- ① unroasted (syn άψητος, ωμός):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαγί το,
- βλ. σακαγί.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαγιού s. ακαζιού.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαγκέλωτος -η -ο [akangélotos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι φραγμένο με κάγκελα και γενικότερα που δεν έχει περίφραξη, που είναι ανοιχτό, ελεύθερο. ANT καγκελωτός2: Aκαγκέλωτη αυλή. Aκαγκέλωτο παράθυρο.
[α- 1 κάγκελ(ο) -ωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαγκέλωτος, -η, -ο [akaŋɟélotos]
- not provided w. rails, unrailed (syn χωρίς κάγκελα, ant καγκελωτός, κιγκλιδωτός):
- ακαγκέλωτη αυλή, μάντρα, unbarred |
- ακαγκέλωτα παράθυρα
[cpd w. καγκελωτός (Pollux +, -λλ- pap)]
- not provided w. rails, unrailed (syn χωρίς κάγκελα, ant καγκελωτός, κιγκλιδωτός):