Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιχμαλωτισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αιχμαλωτισμός ο.
  • Σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλωσία:
    • (Δούκ. 3177).

[μτγν. ουσ. αιχμαλωτισμός (DGE)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμαλωτισμός [exmalotizmós] ο, s. αιχμαλώτιση 1

[fr MG ← PatrG αἰχμαλωτισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες