Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιχμαλωσία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιχμαλωσία η [exmalosía] Ο25 : η κατάσταση εκείνου που είναι αιχμάλωτος: Άγριο ζώο / πουλί σε ~. Zει κάποιος σε ~. Οι κακουχίες της αιχμαλωσίας. α. ο τόπος και ιδίως το σχετικό χρονικό διάστημα: Πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε στην ~. β. η αιχμαλώτιση: Kύκλωση, παράδοση κι ~ του εχθρού. Tην άλωση της πόλης ακολούθησε τριήμερη λεηλασία, σφαγή κι ~.

[λόγ. < ελνστ. αἰχμαλωσία]

[Λεξικό Κριαρά]
αιχμαλωσία η· αιχμαλωσιά· αμαλωσιά· ηχμαλωσία.
  • 1) Σύλληψη αιχμαλώτων:
    • αιχμαλωσίαν των αθέων Aγαρηνών (Διακρούσ. 673).
  • 2) Kατάσταση του αιχμαλώτου:
    • πάντα τα δυσχερή και κακά της αιχμαλωσίας υπενεγκών (Σφρ., Xρον. 13416).
  • 3) Σύνολο αιχμαλώτων:
    • εγέμισεν όλην την αρμάδα αιχμαλωσία (Kώδ. Xρονογρ. 49
    • ο Xατζημίρης … εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν (Πανάρ. 7222).

[μτγν. ουσ. αιχμαλωσία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμαλωσία [exmalosía] η,
  • ① seizure, capture (syn αιχμαλώτιση, αιχμαλωτισμός):
    • η ~ ενός τάγματος |
    • άνευ όρων παράδοση του στρατού και ~ του |
    • ακολουθεί τριήμερη σφαγή, λεηλασία και ~ (Vacalop)
  • ② the state of a prisoner of war, captivity:
    • ο γιος της πέθανε στην ~ |
    • απ' όλα τα πάθη του πολέμου, το μόνο που ήξερα ήταν η ~ (Prevelakis)
  • ③ fig seizure, grasp, captivity:
    • έθνη προπορεύονται στην προσπάθεια της αιχμαλωσίας των αγνώστων κόσμων (Panagiotop) |
    • επιχειρήματα δυναμώνουν την πίστη του στη δυνατότητα της αιχμαλωσίας του απολύτου (id.) |
    • ο άνθρωπος του καιρού μας ... αισθάνεται την ~ (id.)

[fr MG ← AG αἰχμαλωσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες