Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματόφυρτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αιματόφυρτος, επίθ.
  • Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
    • (Δούκ. 36320).

[μτγν. επίθ. αιματόφυρτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες