Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιδήμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιδήμων -ων -ον [eδímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ντροπαλός, σεμνός· κυρίως στην έκφραση τηρεί κάποιος αιδήμονα σιγήν / σιωπήν, σιωπά από ντροπή ή σεμνότητα.

[λόγ. < αρχ. αἰδήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες