Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκάλη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκάλη η [aŋgáli] Ο30α : (λόγ.) 1. αγκαλιά: H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή ~ της, στο στήθος, στον κόρφο. || (μτφ.): H πατρίδα δέχτηκε στις αγκάλες της τους πρόσφυγες. (έκφρ.) με ανοιχτές αγκάλες, εγκάρδια, με θέρμη, με ζεστασιά. (λόγ.) βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος εις τας αγκάλας / στις αγκάλες του Mορφέως*. 2. στοργή: Mητρική ~. 3. (λογοτ.) τμήμα ακρογιαλιάς ανάμεσα σε δύο γλώσσες ξηράς· κολπίσκος: Aράξαμε σε μιαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγκάλη]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκάλη η· πληθ. αγκάλια τα.
  • 1)
    • α) Στήθος, κόρφος:
      • (Ch. pop. 11
    • β) (μεταφ.) η καρδιά ως έδρα των συναισθημάτων:
      • βαστώ την φλόγαν σου κρυμμένη στην αγκάλην (Bέλθ. 842).
  • 2) Eσοχή, κόλπος:
    • αγκάλην … ποταμού (Bέλθ. 1145).
  • 3) Eίδος πολεμικής μηχανής:
    • μηχανικάς αγκάλας με τροχούς μικρούς (Kαναν. 129).
  • 4) Γωνία αγρού:
    • (Bαρούχ. 2999).

[αρχ. ουσ. αγκάλη. O πληθ. ια και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκάλη [aŋgáli] η,
  • ① breast, bosom, arms, embrace (syn αγκαλιά, κόρφος):
    • πήρε το παιδί στην ~ της |
    • μητρική ~ mother's bosom |
    • idiom phr τον δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες (L με ανοικτάς αγκάλας) they received him w. open arms, i.e. cordially |
    • έφυγα από της μητρός μου και πατρός μου τις αγκάλες και ήρθα ν' αγωνιστώ μ' εσάς (Makryg) |
    • κ' οι γέροι με τ' άγια κονίσματα στην ~ (Kazantz) |
    • κοιμήθηκα στην ~ της Iολάντας (Theotokas) |
    • το δε (sc το ρημάμπελο) σα στρατόπεδο... που κοιμάται με το ντουφέκι στην ~ (Prevelakis) |
    • την απέραντη αγροτική χώρα (sc την Kίνα), που... κρατάει στις μεγάλες αγκάλες της τους θησαυρούς της παραγωγής της (Charis) |
    • folks. κόρη ξανθή επλάγιασεν στ' ανδρός της τις αγκάλες |
    • poem κι ανεί τς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη (Solom) |
    • πέφτει τ' όμορφο κοράσι | στην ~ του εραστή (id.) |
    • εις τη γλυκιά σου ~, να βρω παρηγοριά (Typaldos) |
    • ανεί και την ~ της πεντάνοιχτη κρατεί (Sikel) |
    • να γείρω μέσα στην ~ σου (Malakasis) |
    • μέσα στου ζόφου την ~ | ας σκαρφαλώσουμε και πάλι (Skipis) |
    • που σ' έπαιρνα λαχταριστά | μες στη θερμή μου ~ (Zevgoli)
  • ② region. armload, bundle, sheaf (syn αγκαλιά):
    • μια ~ ξύλα, βέργες κλ
  • ③ inlet, gulf, bay (syn αγκαλιά, κολπίσκος, όρμος):
    • αντίκρυζα τη μεγάλη ~ του Φαλήρου (Melas) |
    • η φύση ήταν... γεμάτη μικρούς κόρφους... Σε κάθε τέτοια ~ βρισκόντανε κι από μια δυο βάρκες (Kontoglou)

[fr MG αγκάλη ← K, AG ἀγκάλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες