Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματώδης, -ης, -ες [aγalmató∂is]
- statue-like, statuesque, beautiful like a statue:
- παίρνει στάση αγαλματώδη |
- ~ αναγλυφικότητα very high relief |
- υπάρχουν... ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους (AEmpeirikos).
- statue-like, statuesque, beautiful like a statue: