Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλματώδης, -ης, -ες [aγalmató∂is]
  • statue-like, statuesque, beautiful like a statue:
    • παίρνει στάση αγαλματώδη |
    • ~ αναγλυφικότητα very high relief |
    • υπάρχουν... ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους (AEmpeirikos).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες