Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλλίαμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγαλλίαμα το.
  • Xαρά, αφορμή χαράς:
    • (Διγ. Gr. 742).

[μτγν. ουσ. αγαλλίαμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες