Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαθοποιός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αγαθοποιός, επίθ.
  • Aγαθός, ηθικός:
    • ο άνθρωπος … να γνωρίσει … την στράταν την αγαθοποιή (Δεφ., Λόγ. 269).

[μτγν. επίθ. αγαθοποιός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοποιός -ός / -ά -ό [aγaθopiós] Ε13 : (λόγ.) που έχει αγαθό, ευεργετικό αποτέλεσμα: Aγαθοποιές δυνάμεις. Aγαθοποιές επιδράσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθοποιός, -ά, -ό [aγaθopiós]
  • doing good, benefiting (syn αγαθοεργός):
    • παίζει αγαθοποιό ρόλο |
    • η πίστη σε αγαθά, αγαθοποιά πνεύματα (Papanoutsos) |
    • οι κατάφορτοι από ανησυχίες ίσως να δώσουν τον ένα, το μεγάλο αγαθοποιό (Palaiologos) |
    • ίσως {να υπήρχε} και κάποια ελπίδα να νουθετηθή ο Kαποδίστριας και να συνεχισθή αγαθοποιά η επίδραση, επάνω του, του Kοραή (Dimaras) |
    • να ζουν και να κινιούνται ανάμεσό μας σαν δυνάμεις αγαθοποιές (id.) |
    • στην πηγαία και ενστικτώδη λατρεία των παντοδύναμων και αγαθοποιών δυνάμεων της φύσεως (Papatsonis) |
    • οι δαίμονες... είναι, λέει {ο Πλάτων}, αγαθοποιά πνεύματα μεταξύ θνητού και αθανάτου (Tatakis)

[fr MG ← K ἀγαθοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες