Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγένειος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγένειος, -ο [ayénios] adj
  • beardless, smooth-chinned, smooth-faced:
    • ~ νέος |
    • κεφάλι ενός αγένειου ανδρός (Karouzou) |
    • poem το λατρεμένο το παιδί, τ' αγένειο | παλληκάρι (Palam) |
    • το πρόσωπό του αγένειο | το μυστικό 'χει της νυχτιάς (id.) |
    • κ' έρχονται | οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας (Elytis)

[fr K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες