Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβροδίαιτος -η -ο [avroδíetos] Ε5 : (λόγ.) που ζει ή που έχει ανατραφεί με όλες τις ανέσεις· καλομαθημένος, λεπτεπίλεπτος: Aβροδίαιτη κυρία.
αβροδίαιτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἁβροδίαιτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβροδίαιτος, -η, -ο [avro∂íetos]
- living a luxurious life, luxurious, voluptuous:
- όταν τα λαϊκά λήμματα πρέπει να γίνουν και δικά της {της φιλολογίας}, αν πραγματικά θέλη να είναι η μάνα του λόγου κι όχι αβροδίαιτη κυρία (Theodorakop)
- ⓐ soft, emasculate, delicate, effeminate.
- living a luxurious life, luxurious, voluptuous: