Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αήθης -ης -ες [aíθis] Ε11α : (λόγ.) ανάρμοστος, απρεπής: ~ συμπεριφορά. Aηθέστατο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. ἀήθης `ασυνήθιστος, χωρίς διάπλαση χαρακτήρων (για τραγωδία)΄ σημδ. γαλλ. insolite]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αήθης, -ης, -ες [aíθis] (L)
- unusual, odd (syn ασυνήθης):
- ~ επίθεση
[fr kath ← AG]
- unusual, odd (syn ασυνήθης):