Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίσος
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ίσος, επίθ.,
βλ. ίσιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίσος -η -ο [ísos] Ε3 : (πρβ. ίσιος, από το οποίο πρέπει κανονικά να διακρίνεται). 1α. (για μεγέθη) που είναι ίδιος με άλλον. ANT άνισος: Ίσο ποσό / μέγεθος / βάρος / μήκος / ύψος. Ίσες διαστάσεις. Ίσοι αριθμοί. Ίσα κλάσματα. Ίσοι όγκοι. Ίσα εμβαδά. Ίσες δυνάμεις. || που είναι ίδιος με άλλον από ποσοτική άποψη: ~ σε μέγεθος / σε ύψος / σε αριθμό κτλ., ισομεγέθης, ισοϋψής, ισάριθμος κτλ. Διαιρώ / χωρίζω / κόβω κτ. σε ίσα μέρη. Ίσα μερίδια. Tο τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες. H διάμετρος ενός κύκλου είναι ίση με το άθροισμα δύο ακτίνων του, ισούται με… Οι γυναίκες διεκδικούν ίση αμοιβή (με τους άντρες) για ίση εργασία. (έκφρ.) (κρατώ) ίσες αποστάσεις*. ΦΡ ανταποδίδω* σε κπ. τα ίσα. έρχομαι στα ίσα μου, συνέρχομαι, βελτιώνεται η κατάστασή μου: Έφαγε λίγο και ήρθε στα ίσα του. β. που έχει την ίδια με άλλον δύναμη και έκταση ισχύος: Ίσα δικαιώματα. Ίσοι όροι, που έχουν την ίδια ισχύ και για τον έναν και για τον άλλο: Σε μια αναμέτρηση με ίσους όρους, ο σημερινός νικητής θα ήταν σίγουρα νικημένος. (λόγ. έκφρ.) επί ίσοις όροις, με ίσους όρους. γ. (για πρόσ.) που έχει την ίδια με άλλον αξία, ίσος ως προς την αξία και τα δικαιώματα: Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο. Πρώτος μεταξύ ίσων. Δάσκαλος και μαθητής μιλούσαν σαν ~ προς ίσο(ν). 2. (ως ουσ.) το ίσο*. || το ίσον*. ίσα ΕΠIΡΡ α. (για να δηλωθεί ότι κτ. συμβαίνει κατά ίσο ποσό ή μέγεθος) εξίσου: Mοίρασέ το σ΄ όλους ~. Όλα τα σημεία της περιφέρειας του κύκλου απέχουν ~ από το κέντρο του. ΦΡ ~ κι όμοια: Δεν είμαστε ~ κι όμοια, δεν είμαστε ίσοι. β. με επανάληψη ~ ~: α. για να δηλωθεί ισοπαλία: Ήρθαν ~ ~. β. για να δηλωθεί ότι κτ. έγινε στο ελάχιστο όριο, με πολύ κόπο και με πολλή δυσκολία: Πρόλαβε ~ ~. γ. ακριβώς: Aυτό ~ ~ θέλω να σου πω κι εγώ. γ. ~ (~) που, για να δηλωθεί ότι κτ. συμβαίνει στο ελάχιστο δυνατό όριο· μόλις που: Ένα μικρό άνοιγμα, ~ (~) που χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος.

[αρχ. ἴσος (1β: λόγ. < αρχ. ἴσος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελής -ής -ές [isoskelís] Ε10 : που έχει ίσα σκέλη. ANT ανισοσκελής: Iσοσκελές τρίγωνο, που έχει δύο πλευρές ίσες. || ~ προϋπολογισμός, ισοσκελισμένος.

[λόγ. < αρχ. ἰσοσκελής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελίζω [isoskelízo] -ομαι Ρ2.1 : εξισώνω τα δύο αντίθετα ποσά (ή σκέλη) ενός λογιστικού πίνακα.

[λόγ. ισοσκελ(ής) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκέλιση η [isoskélisi] Ο33 : η εξίσωση των δύο αντίθετων ποσών ενός λογιστικού πίνακα· ισοσκελισμός: H ~ ενός ισολογισμού / ισοζυγίου.

[λόγ. ισοσκελι- (ισοσκελίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελισμός ο [isoskelizmós] Ο17 : η ισοσκέλιση: Ο ~ ενός προϋπολογισμού.

[λόγ. ισοσκελισ- (ισοσκελίζω) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
ισόσπαστος, επίθ.· ’σόσπαστος.
  • Τελείως σπασμένος:
    • έκρουεν … με τα κέρατα και ’σόσπαστον τον κάμνει (Διήγ. παιδ. 1030).

[<(ι)σοσπώ (βλ. σο‑) <επίθ. ίσος + σπω (Ξανθ., Μελετ. 239, Κριαράς, ΕΕΒΣ 9, 1932, 376), αν όχι σχετ. με το συσπώ (Κουκουλές, ΕΕΦΣΠΑ 6, 1955/56, 318, Eideneier, Eλλην. 28, 1975, 455, Τσοπανάκης 1983: II 600)· πβ. και Πλατάκης, Κρητολ. 9, 1979, 45-52. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθ., ό.π., Πιτυκ., Κουκουλές, ό.π.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ισόσταθμα, επίρρ.
  • 1) Με το ίδιο βάρος, ισόβαρα:
    • θείον ισόσταθμα μετά μέλιτος … μίξας (Ορνεοσ. αγρ. 53017).
  • 2) Συμμετρικά:
    • ισόσταθμα, ισόμετρα, στην μέσην της παλάμης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1024).

[<επίθ. ισόσταθμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσταθμίζω [isostaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος ή, συνήθ. μτφ., την ίδια βαρύτητα, έτσι που το ένα να εξουδετερώνει τις συνέπειες του άλλου· (πρβ. εξισορροπώ, ισοφαρίζω, αντισταθμίζω): ~ τα κέρδη και τις ζημίες. || (συνήθ. παθ.): Mια απωθημένη εχθρότητα ισοσταθμίζεται με πολλαπλές και φορτικές περιποιήσεις προς το μισούμενο πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. επίθ. ἰσόσταθμ(ος) `που έχει ίσο βάρος΄ -ίζω μτφρδ. γαλλ. équilibrer, balancer]

[Λεξικό Κριαρά]
ισοστάθμιος, επίθ.
  • Που έχει το ίδιο βάρος, την ίδια ποσότητα:
    • Εκάστῳ ισοστάθμιον την δικονίαν δίδουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 955).

[<επίθ. ισόσταθμος κατά τα επίθ. σε ιος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες