Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ίβηρες οι.
-
- Ονομασία λαού που κατοικούσε στην αρχαία Ιβηρία της Ασίας (περίπου σημερ. Γεωργία):
- (Πανάρ. 7616).
- Γεν. εν. Νιβήρου (<των Ιβήρων) ως τοπων. (= μονή του Αγ. Όρους):
- (Συναδ. φ. 37r, v).
[αρχ. εθν. Ίβηρες (L‑S Suppl., λ. Ίβηρ). Η λ. και σήμ.]
- Ονομασία λαού που κατοικούσε στην αρχαία Ιβηρία της Ασίας (περίπου σημερ. Γεωργία):
[Λεξικό Κριαρά]
- ιβηρικός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από την Ιβηρία (βλ. Ίβηρες) ή σχετίζεται μ’ αυτήν:
- μαύρον καπάσιν ιβηρικόν (Παράφρ. Χων. 328).
[<εθν. Ίβηρ + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από την Ιβηρία (βλ. Ίβηρες) ή σχετίζεται μ’ αυτήν:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιβηρικός -ή -ό [ivirikós] Ε1 : 1. σε γεωγραφικούς όρους: Iβηρική χερσόνησος, χερσόνησος στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης. Iβηρική θάλασσα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στην Iβηρία ή στους Ίβηρες: Iβηρική γλώσσα / τέχνη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰβηρικός (< αρχ. Ἰβηρία ειδικά για την ανατολική Iσπανία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιβήριος ο.
-
- Ισπανός:
- Γαλάται, Ιβήριοι και Βρετανοί (Byz. Kleinchron. Α´ 31212).
[<εθν. Ίβηρ + κατάλ. ‑ιος]
- Ισπανός: