Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έψημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έψημα το· ήψημα.
  • Βρασμένος μούστος, πετιμέζι:
    • βρέξε εις τον μούστον άμμουδα, ήγουν εις το ήψημα (Αγαπ., Γεωπον. 169· Κυνοσ. 59213).

[αρχ. ουσ. έψημα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες