Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετησίες οι [etisíes] Ο2 : (λόγ.) το μελτέμι.

[λόγ. < αρχ. ἐτησίαι οἱ με προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετήσιος -α -ο [etísios] Ε6 : που έχει σχέση με ένα έτος. α. που γίνεται μία φορά κάθε χρόνο: Ετήσιο μνημόσυνο. Ετήσια γενική συνέλευση. Οι ετήσιες κρίσεις των αξιωματικών. β. που διαρκεί επί ένα έτος: H θητεία του διοικητικού συμβουλίου είναι ετήσια. γ. που αντιστοιχεί σε ένα έτος: ~ μισθός / προϋπολογισμός. Ετήσιες αποδοχές / δαπάνες. Ο ~ ρυθμός αύξησης του πληθυσμού. Tο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. H μέση ετήσια θερμοκρασία. ετησίως ΕΠIΡΡ: Tο εισόδημά του ~ ανέρχεται στα δέκα εκατομμύρια.

[λόγ. < αρχ. ἐτήσιος· λόγ. < ελνστ. ἐτησίως]

[Λεξικό Κριαρά]
ετησίως, επίρρ.
  • Κάθε χρόνο:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1759).

[μτγν. επίρρ. ετησίως (L‑S Suppl., λ. ιος). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες