Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εστεμμένος -η -ο [esteménos] Ε3 : (λόγ.) που φοράει στέμμα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο εστεμμένος, για βασιλιά ή αυτοκράτορα: Στους γάμους της πριγκίπισσας παρέστησαν πολλοί αρχηγοί κρατών, εστεμμένοι και μη.
[λόγ. μππ. του αρχ. στέφω `στεφανώνω (π.χ. νικητή αγώνων)΄ μτφρδ. γαλλ. couronné]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εστέρας ο [estéras] Ο2 : ονομασία κάθε χημικής ένωσης που προέρχεται από επίδραση οξέος σε αλκοόλη με ταυτόχρονη αποβολή νερού και χρησιμοποιείται κυρίως στην αρωματοποιία: Εστέρες ανόργανων / οργανικών οξέων.
[λόγ. < γαλλ. ester -ας < γερμ. Εster]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εστέτ ο [estét] Ο (άκλ.) : αυτός που θεωρεί το ωραίο ως πρωταρχική αξία και με βάση αυτό κρίνει, αξιολογεί όλες τις άλλες.
[λόγ. < γαλλ. esthète < esthétique (δες αισθητική)]