Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρις
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εριστικός -ή -ό [eristikós] Ε1 : (για πρόσ.) που αγαπά τις έριδες, τις φιλονικίες: ~ άνθρωπος / τύπος / χαρακτήρας. Είναι από τη φύση τουμαλώνει με όλους. || που χαρακτηρίζει τον εριστικό άνθρωπο: Εριστική διάθεση. Εριστικό ύφος. εριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐριστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες