Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έργω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εργώ,
βλ. ριγώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργώδης -ης -ες [erγóδis] Ε11 : (λόγ.) που απαιτεί έντονη προσπάθεια, που είναι επίπονος, κοπιαστικός: H σύνταξη μιας πολύτομης εγκυκλοπαίδειας αποτελεί ένα εργώδες εγχείρημα.

[λόγ. < αρχ. ἐργώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες