Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπω
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωάζω [epoázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω επώαση. || (για πτηνό) κλωσώ: H κότα επωάζει τα αυγά της επί τρεις περίπου εβδομάδες. || (ιατρ.): Επωάζεται το μικρόβιο.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳάζω & κατά τη σημ. της λ. επώαση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επώαση η [epóasi] Ο33 : (βιολ.) το σύνολο της διαδικασίας από τη γονιμοποίηση ενός αυγού ως την εκκόλαψη του νεοσσού: Διάρκεια / θερμοκρασία της επώασης. α. (για πτηνό) κλώσημα: Φυσική / τεχνητή ~. β. (ιατρ. για παθογόνα μικρόβια) η διαδικασία από την είσοδό τους στον οργανισμό ως την εκδήλωση της νόσου: Tο στάδιο της επώασης. H διάρκεια της επώασης ποικίλλει από νόσο σε νόσο.

[λόγ. < αρχ. ἐπῴα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. incubation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωαστήρας ο [epoastíras] Ο2 : συσκευή με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας όπου γίνεται τεχνητή επώαση· επωαστική μηχανή.

[λόγ. επωασ- (επωάζω) -τήρ > -τήρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωαστικός -ή -ό [epoastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επώαση: Επωαστική μηχανή, συσκευή με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας όπου γίνεται τεχνητή επώαση· επωαστήρας. || (ζωολ.): ~ θύλακας. || (ιατρ.): ~ κλίβανος.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳαστικός `που του αρέσει να κλωσάει΄ κατά τη σημ. της λ. επώαση]

[Λεξικό Κριαρά]
επώδε(ς), επίρρ.,
βλ. απώδε.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωδή η [epoδí] Ο29 : (λαογρ.) λόγος (συνήθ. έμμετρος και σε ιδιάζουσα γλώσσα) με μαγικό περιεχόμενο, ο οποίος απευθύνεται σε δαιμονικές δυνάμεις με σκοπό την αποτροπή ορισμένου κακού.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳδή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωδικός -ή -ό [epoδikós] Ε1 : (σπάν.) που αναφέρεται στην επωδό: ~ στίχος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωδός η [epoδós] Ο34 : 1.(φιλολ.) α. έμμετρη περίοδος που αποτελείται από δύο στίχους από τους οποίους ο δεύτερος είναι μικρότερος. β. τμήμα λυρικού ποιήματος (ύμνου, χορικού κτλ.) που ακολουθεί ύστερα από μια στροφή και αντιστροφή. 2. (πρβ. ρεφρέν) α. η στροφή ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται. β. (μτφ.) για λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και συνήθ. γίνονται βαρετά: Kαταλήγει πάντα με τη γνωστή επωδό: να παραιτηθεί η κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδός (διαφ. το αρχ. ἐπωδός `που ψέλνει επωδές΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
επώδυνα, επίρρ.
  • Με πόνους, με θλίψεις:
    • να ζήσω επώδυνα τον άπαντά μου βίον (Βέλθ. 1179).

[<επίθ. επώδυνος]

[Λεξικό Κριαρά]
επώδυνος, επίθ.· υπώδυνος.
  • Οδυνηρός:
    • ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην (Φλώρ. 1011).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = οι θλίψεις:
    • του καιρού τα επώδυνα (Λίβ. Sc. 1651).
  • Ως παρων.:
    • Το όνομάν του εγράφετο Επώδυνος επάνω (Λόγ. παρηγ. L 433).

[αρχ. επίθ. επώδυνος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες