Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ένωσις η.
-
- 1) Ένωση (εκκλησιών):
- (Έκθ. χρον. 117).
- 2) Προσάρτηση:
- (Κορων., Μπούας 66).
- 3)
- α) Ενότητα:
- την των πιστών ειλικρινήν ένωσιν (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1076)·
- β) συμμαχία:
- εις ένωσιν ήσαν βασιλεύς, ρηγάδες και τοπάρχαι (Βυζ. Ιλιάδ. 784)·
- γ) ομόνοια:
- εχάλασε την ένωσιν και την πολλήν ειρήνη και επανήλθον σκάνδαλα (Διακρούσ. 7115).
- α) Ενότητα:
- 4)
- α) Συγκέντρωση, συνάθροιση:
- εγίνη η ένωσις μικρών τε και μεγάλων (Χρον. Μορ. P 1907)·
- β) συνάντηση:
- χαράν μεγάλην εποίκαν στην ένωσιν που ενώθηκαν οι ρήγαινες οι δύο (Χρον. Μορ. H 6022).
- α) Συγκέντρωση, συνάθροιση:
- 5)
- α) Γάμος:
- (Βέλθ. 1292)·
- β) ερωτική συνάντηση:
- σκιρτούν (ενν. στρατιώτης και φουδούλα) την ένωσίν τους (Λίβ. N 3493).
- α) Γάμος:
- 6) Συνδυασμός:
- γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου (Διήγ. παιδ. 4).
- 7) Γέννημα, «καρπός»:
- ήτον η κόρη εκείνη, της Αφροδίτης ένωσις (Βυζ. Ιλιάδ. 473).
[αρχ. ουσ. ένωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Ένωση (εκκλησιών):