Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμψυχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έμψυχος, επίθ.
  • Ζωντανός:
    • (Σπαν. V 10).

[αρχ. επίθ. έμψυχος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμψυχος -η -ο [émpsixos] Ε5 : που έχει ψυχή, ζωή (για τον άνθρωπο και τα ζώα, συνήθ. σε αντιδιαστολή προς ό,τι έχει μόνο υλική υπόσταση): Έμψυχα όντα. ANT άψυχος. || (στρατ.) Έμψυχο υλικό, οι αξιωματικοί, στρατιώτες και υπάλληλοι που υπηρετούν στο στρατό. ANT άψυχο υλικό. || (επέκτ.): Έμψυχο υλικό / δυναμικό, οι άνθρωποι που συμμετέχουν ή χρησιμοποιούνται σε μια δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα μέσα (ζώα, εργαλεία, μηχανές κτλ.): H αύξηση της παραγωγικότητας εξαρτάται όχι τόσο από τα υλικά μέσα όσο από την ποιότητα του έμψυχου υλικού. || (ως ουσ.) τα έμψυχα, οι άνθρωποι και τα ζώα. ANT άψυχα.

[λόγ. < αρχ. ἔμψυχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες