Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμφυλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμφυλος -η -ο [émfilos] Ε5 : (βιολ.) Έμφυλη γένεση, που γίνεται με τη συμμετοχή και των δύο φύλων, και του αρσενικού και του θηλυκού.

[λόγ. εμ- (δες εν-) φύλ(ον) -ος (διαφ. το αρχ. ἔμφυλος `που ανήκει στην ίδια φυλή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες