Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμφρων -ων -ον [émfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) 1. για πρόσωπο, γνώμη, πράξη κτλ. που έχει φρόνηση ή που γίνεται με φρόνηση· εχέφρων, νουνεχής, συνετός, σώφρων, φρόνιμος, γνωστικός. ANT άφρων. 2. (ανθρωπολ.) άνθρωπος ο ~, επιστημονική ονομασία του ανθρώπινου είδους που επιβιώνει ως σήμερα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔμφρων· 2: σημδ. νλατ. Homo sapiens]