Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμφοβος -η -ο [émfovos] Ε5 : (λόγ.) που είναι γεμάτος φόβο· φοβισμένος, καταφοβισμένος, έντρομος: Έμφοβο βλέμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔμφοβος, αρχ. σημ.: `τρομερός΄]