Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έλη η.
-
- Δάσος, σύδεντρο:
- Άραβοι εξῄεσαν άφνω από της έλης (Διγ. Gr. 2222).
[<πληθ. έλη του ουσ. έλος (βλ. ά. 2) με αλλαγή γένους· άσχ. το αρχ. έλη (L‑S, LBG)]
- Δάσος, σύδεντρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ελησμονώ,
- βλ. λησμονώ.