Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκτασις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έκτασις η.
  • 1) Άπλωμα, τέντωμα:
    • (Βίος Αλ. 2658).
  • 2) Μήκος:
    • (Ιερακοσ. 4646).

[αρχ. ουσ. έκτασις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες