Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έκτασις η.
-
- 1) Άπλωμα, τέντωμα:
- (Βίος Αλ. 2658).
- 2) Μήκος:
- (Ιερακοσ. 4646).
[αρχ. ουσ. έκτασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Άπλωμα, τέντωμα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. έκτασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |