Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έκβασις η.
-
- 1) Τέλος:
- περί την έκβασιν του Ιανουαρίου (Πανάρ. 777).
- 2) Εκπλήρωση, πραγματοποίηση:
- ποθούντες ταύτην έκβασιν ιδείν των προρρηθέντων (Βίος Αλ. 5949).
[αρχ. ουσ. έκβασις. Η λ. και σήμ. (‑η) λόγ.]
- 1) Τέλος: