Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έδεσμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έδεσμα το [éδezma] Ο49 : (λόγ.) κάθε είδους φαγητό που προσφέρεται σε εορταστικό, επίσημο κτλ. γεύμα: Πλούσια / πολυτελή / εκλεκτά / νόστιμα εδέσματα.

[λόγ. < αρχ. ἔδεσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες