Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγερσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έγερσις η.
  • 1) Ανάσταση (νεκρού):
    • ομολογώ, Χριστέ, την έγερσίν σου! (Ντελλαπ., Στ. θρην. 654).
  • 2) (Μεταφ.) ανόρθωση (από κάπ. κατάσταση):
    • Των λυπουμένων λύπησις, έγερσις των πεσμένων (Σκλέντζα, Ποιήμ. 715).

[αρχ. ουσ. έγερσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες