Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθιτος, -η, -ο [áfθitos] (L)
- imperishable, everlasting, undying, permanent (syn in άφθαρτος 3):
- άφθιτη δόξα |
- ο φιλοσοφικός λόγος .. είναι αιώνιος και αέναος· η αξία του είναι άφθιτη (Athanas) |
- εδώ έγκειται και η σημασία αυτών των φιλοσόφων στην ιστορία της σκέψης, αλλά και η άφθιτη παρουσία τους (Malevitsis)
[fr kath άφθιτος ← K (also pap), AG (Homer+), cpd w. φθιτός (: φθίω, φθίνω)]
- imperishable, everlasting, undying, permanent (syn in άφθαρτος 3):