Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτιμος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
άτιμος, επίθ.
  • 1) Που δεν τιμάται, περιφρονημένος:
    • (Διγ. Άνδρ. 38816), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1246]).
  • 2) (Προκ. για λόγια) προσβλητικός:
    • (Διγ. Άνδρ. 3321).
  • 3) Aτιμωτικός:
    • τούτο ουκ άξιον της σης ανδρείας, αλλά … άτιμον (Δούκ. 21721).
  • 4)
    • α) Aισχρός:
      • περί ζωγραφίας ατίμου (Bακτ. αρχιερ. 153
    • β) (προκ. για ανήθικη γυναίκα):
      • κείνες που ’ναι άτιμες ας έχουν την κατάραν (Δεφ., Λόγ. 721).

[αρχ. επίθ. άτιμος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτιμος -η -ο [átimos] Ε5 : 1α.που δείχνει έλλειψη εντιμότητας, ειλικρίνειας, που δεν αξίζει να έχει την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη άλλων· ανέντιμος. ANT έντιμος: Είναι ψεύτης / κλέφτης κι ~. M΄ έχεις για άτιμο και δε με εμπιστεύεσαι. ~ να ΄μαι αν σου πω έστω κι ένα ψέμα. β. (για πράξεις, ενέργειες): Άτιμη πράξη, ατιμία. Άτιμη συμπεριφορά. H άτιμη η προδοσία του. Δεν είναι άτιμο να κρύψεις μιαν αλήθεια που θα του έκανε κακό. 2. (προφ.) α. (σε εκφορές που εκφράζουν θαυμασμό και έκπληξη για κπ. που πέτυχε κτ. δύσκολο, που έχει σε υπέρμετρο βαθμό κάποια ιδιότητα): Bρε το άτιμο! πάλι τους κέρδισε. Άτιμο παιδί! με τίποτα δεν το ξεγελάς. β. (για κτ. που είναι δύσκολο ή δυσκολεύει μια πράξη): Άτιμη δουλειά! με τίποτα δεν τελειώνει. Άτιμο ξύλο! όλο ρόζους είναι. γ. που αξίζει να τον αναθεματίσουμε· καταραμένος: Tου αρέσει το άτιμο το κρασί. Άτιμη φτώχεια. Άτιμη κοινωνία. άτιμα ΕΠIΡΡ με τρόπο άτιμο.

[αρχ. ἄτιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτιμος1 [átimos] ο,
  • ① disgraceful or dishonest person, rogue, rascal, bastard (syn αχρείος 1, ελεεινός1):
    • να τον πομπέψει έτσι σ' ολόκληρη την Τριπολιτζά, καθώς γίνεται για τους εγκληματίες και για τους άτιμους (Petsalis) |
    • αρρώστησε στ' αλήθεια αυτός ο ~ ή πήρε το λόγο του πίσω; (Panagiotop) |
    • δεν έμεινε τόπος που να μη σε χτυπήσουν οι άτιμοι (Katselli) |
    • αν έδινε ο άντρας της το διαζύγιο, .. θα τελείωνε το ζήτημα· αλλά δεν της το δίνει ο ~ (Tsirkas)
  • ② clever, adroit, or tricky person (syn in ατιμία 3):
    • πού πήγε και τα 'σμιξε ο ~

[substantiv. m of άτιμος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτιμος2, -η, -ο [átimos]
  • ① dishonorable, disgraceful, ignominious, infamous (syn αισχρός, αχρείος2, ελεεινός):
    • ο εξοστρακισμός ο ίδιος δεν ήταν μια ποινή άτιμη (Demetrieis) |
    • είναι ~ |
    • ένα άτιμο κορμί είμαι, έχω βουτήξει κι εγώ στην αμαρτία (Venezis) |
    • είχε βάλει τότε σ' ενέργεια μια καταχθόνια προπαγάνδα ειδήσεων με τον άτιμο σκοπό να σύρει σε πόλεμο την Ελλάδα και την Ιταλία (Athanasiadis-N) |
    • poem ας διώξει μ' άτιμη φυγή | το αλλόφυλο ποδάρι (Markoras)
  • ⓐ lacking honesty or integrity, dishonest, faithless, perfidious (syn ανέντιμος2, ant έντιμος, τίμιος):
    • χρησιμοποιεί άτιμα μέσα |
    • κάνει άτιμες δουλειές |
    • ο Μ. είναι ~ |
    • οι άντρες είναι όλοι τους άτιμη γενιά (Moatsou) |
    • τέτοιο φέρσιμο είναι μπαμπέσικο και άτιμο και δεν ταιριάζει σε άντρες (Bastias)
  • ② damned, accursed, blasted, confounded, detestable (syn αναθεματισμένος2 1b, απαίσιος 4, έρημος, καταραμένος):
    • ~ |
    • ~ |
    • άτιμη αρρώστια, ζωή, θάλασσα, φτώχεια |
    • άτιμο κρασί |
    • δαγκώνει το άτιμο το σύρμα, σα να ζητούσε να το κόψει με τα δόντια (ChZalokostas) |
    • η σιωπή τέτοιες στιγμές είναι μαρτύριο· άτιμη σιωπή (DSotiriou) |
    • ένα άτιμο ορειβατικό κανονάκι εχθρικό απέναντί μας .. βάλλει κάθε τόσο (ADoxas) |
    • άτιμη δουλειά· κοπιάζεις, ιδρώνεις, μαλλιάζει η γλώσσα σου, για να βγάλει ένα φράγκο (Moskovis) |
    • poem άτιμη μοίρα! δε μου λες, τι σου χρωστώ; (Vrettakos)
  • ③ of ill-repute, disreputable, infamous, whorish (near-syn ανυπόληπτος, βρώμικος):
    • πολεμούσαν οι περισσότεροι από αυτούς μέσα τ' Ανάπλι με τις άτιμες γυναίκες (Makryg) |
    • κατάντησαν να γένουν άτιμες να τρώνε ψωμί (id.) |
    • poem .. χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα, | όπου την ηδονή δεν θα βρεις, καθώς δεν την βρήκα (Kavafis)
  • ⓑ filthy, lewd, indecent, wicked, debasing (syn ανήθικος2, ασελγής2 1, πρόστυχος):
    • παίρνει το χρυσάφι του και κάνει στη γυναίκα του έργα άτιμα (Venezis)
  • ④ clever, smart, tricky, sneaky (syn μπαγάσικος):
    • βρε τον άτιμο τον Κ., πώς τα κατάφερε και την παντρεύτηκε; |
    • είδες το άτιμο το πιτσιρίκι μπάλα που παίζει;

[fr postmed, MG άτιμος ← Κ (also pap), AG ἄτιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμόσογο [atimósoγo] το,
  • disgraceful (or dishonest) family (or clan)

[cpd of άτιμος2 & combin form -σογο, this der fr σόι; cf αρχοντόσογο, σκυλόσογο etc]

[Λεξικό Κριαρά]
ατιμοσύνη η.
  • Kαταισχύνη:
    • Kάλλιον … θάνατος μετά τιμής … παρά … ατιμοσύνην (Σπαν. Va 509).

[<επίθ. άτιμος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες